Πρώτη ανάρτηση 8/8/2009
Οικονομική κρίση και η ανάγκη για μια νέα καινοτομία
Εβδομάδα εργασίας 24 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων
Ο ισχυρισμός που διατυπώνεται εδώ είναι ότι για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης (και όχι μόνο των επιπτώσεών της) απαιτείται μια νέα καινοτομία που θα στηρίζεται στον περιορισμό του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των εργαζομένων στις 24 ώρες χωρίς μείωση αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Ακολουθεί η ανάλυση αυτού του ισχυρισμού και προτείνεται για ανοικτή συζήτηση η ανάλυση και των πολιτικών επιπτώσεων :
Διαβάζουμε κι ακούμε πολλά αυτό τον καιρό και μερικές φορές μοιάζει πως ζούμε μιαν ακόμη κοσμογονία, ανάλογη με εκείνη της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά, δυνάμει, αρκετά διαφορετική ως προς την ουσιώδη σημασία της. Ενώ τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η επικράτηση του καπιταλισμού της αγοράς συνοδεύτηκε και ταυτίστηκε με την επιτάχυνση της οικονομικής απορρύθμισης, σήμερα, μετά την εκδήλωση της κρίσης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και εν μέσω της εξέλιξης τάσεων ραγδαίας επιβράδυνσης ή/και μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, συζητείται, ενθαρρύνεται και, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, ήδη πραγματώνεται η (επαν-)ενεργοποίηση του οικονομικού ρόλου του κράτους, το οποίο καλείται με τον α ή β τρόπο να αναλάβει το κόστος των ζημιών (και τις λεγόμενες bad banks όπως σχηματοποιήθηκαν στο Νταβός). Και δεν είναι λίγοι όσοι επιζητούν, μα και προβλέπουν, πως, μαζί με την ενίσχυση του οικονομικού ρόλου του κράτους, αναπόφευκτη θα γίνει η ενδυνάμωση των θεσμών διεθνούς οικονομικής συνεργασίας πρωτοστατούσης της G20, δηλαδή, των θεσμών ρύθμισης των διασυνοριακών οικονομικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών. Έτσι καθίσταται μοιραία η ανάσχεση των ρυθμών ολοκλήρωσης των διεθνών αγορών, με ευπρόσδεκτη συνέπεια την άμβλυνση, εάν όχι εξουδετέρωση και αναστροφή, των τάσεων αύξησης των εισοδηματικών ανισοτήτων, θέτοντας έτσι την υπογραφή στην ληξιαρχική πράξη θανάτου των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού από τους ίδιους τους εμπνευστές τους.
Από διανοητές της αριστεράς, η ταυτότητα της τρέχουσας κρίσης, που σωστά αντιμετωπίζεται ως διαφορετική από τις συνήθεις κυκλικές κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ως προς τις αιτίες και ως προς την ένταση και έκταση, εστιάζονται:
– Πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι δεν είχαμε στο παρελθόν μια τέτοια κατάσταση ταυτόχρονης υπερχρέωσης και κρατών και επιχειρήσεων και κοινωνικών στρωμάτων (ιδίως το τρίτο στοιχείο είναι ιστορικά καινούριο). Και γι’ αυτό η κρίση αυτή παίρνει εξαρχής ένα ευρύ, κοινωνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.
-Δεύτερον, το ότι η κρίση αυτή εκδηλώνεται σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από μια νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μια προχωρημένη απορρύθμιση των αγορών, διεθνώς και εθνικά, πράγμα που σημαίνει ότι τα μέσα για μια καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης είναι περιορισμένα.
-Τρίτον, είναι μια κρίση που ξεσπάει σε μια ιστορική φάση, όπου εισέρχονται ή επανεισέρχονται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας χώρες τεράστιες, με τεράστιους πληθυσμούς και δυνατότητες, όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, χώρες που κινούνται σε καπιταλιστική τροχιά, αλλά έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα.
-Αν και αυτά τα βασικά επιχειρήματα- αιτιάσεις της κρίσης είναι σωστά και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν αναλύουν ούτε ερμηνεύουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης. Αυτές μπορούμε να πούμε ότι εκδηλώνονται από την συνύπαρξη τεσσάρων ομάδων αντιθέσεων.
Πρώτον, με την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, με όλη την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού που προηγήθηκε. Κατά την αντίληψή μου, η αντίθεση αυτή εστιάζεται στην τρέχουσα κρίσης, στην τεράστια πλέον αναντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τους μισθούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία 25 χρόνια στις χώρες του ΟΟΣΑ η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί σε επίπεδα του 300% ενώ οι μισθοί στο επίπεδο του 55-75%.
Δεύτερον, με μια αντίθεση που προϋπήρχε και την γνωρίζαμε, ίσως δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να πάρει τέτοια διάσταση, την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και την πραγματική οικονομία και συνολικά την κοινωνία.
Τρίτον, την αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα του δολαρίου και των ΗΠΑ γενικότερα, αλλά και τις ανάγκες της παγκόσμιας ανάπτυξης όπως αυτές τίθενται σήμερα.
Και τέταρτο, από το γεγονός ότι αυτές οι τρεις ομάδες αντιθέσεων διαπλέκονται με μια ευρύτερη αντίθεση ανάμεσα στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης και τις ανάγκες της φύσης, του περιβάλλοντος, της οικολογικής ισορροπίας και των διαφαινόμενων έντονων ενεργειακών κρίσεων που αναμένονται μέσα στην επόμενη δεκαετία λόγω της αναμενόμενης υπέρβασης της ζήτησης από την προσφορά προϊόντων πετρελαίου.
Οι οικονομολόγοι, παρά τις επί μέρους διαφορές που προέρχονται από τις αγκυλώσεις των σχολών οικονομικής σκέψης που, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κρίση, προτείνουν ζαλισμένοι για την αντιμετώπιση της ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο και μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική. Οι προτάσεις αυτές εστιάζουν και περιορίζονται σε διορθώσεις του δεύτερου από τις προαναφερθείσες αιτίες τις κρίσεις, στις αντιθέσεις δηλαδή ανάμεσα στην λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με όλη την υπόλοιπη οικονομία. Έτσι έχουν ήδη συσταθεί «ομάδες σοφών» που αναμένεται να καταθέσουν τις προτάσεις τους για τις δέουσες μεταρρυθμίσεις. Ελπίζουν ότι ένα νέο «ολοκληρωμένο διατομεακό πλαίσιο» (unified cross-sectoral framework), το οποίο έχει προτείνει και ο ΟΟΣΑ, θα εξαφανίσει τα όποια κενά υφίστανται σήμερα (π.χ. μεταξύ εποπτείας εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών) και θα μειώσει τα προβλήματα συντονισμού, την άνιση μεταχείριση και την ασύμμετρη πληροφόρηση. Επίσης, θεωρούν την ενίσχυση της τήρησης ρευστότητας έναντι κινδύνων εκτός ισολογισμού, την υιοθέτηση κανόνων αντικυκλικής κεφαλαιακής επάρκειας (counter-cyclical capital requirements) και τονίζουν την ανάγκη μεγαλύτερης έμφαση στο ποσοστό «μόχλευσης», πχ με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ισχυριζόμενοι ότι μπορεί να εξασφαλιστεί έτσι η σταθερότητα του συστήματος.
O φόβος που προέρχεται από τη διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνο της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος, της επανα-ρύθμισης δηλαδή των υπό κατάρρευση αγορών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και με μεθόδους αντίστοιχες της εποχής Bretton Woods δεν μπορεί να επαναληφθεί παρά μόνο ως φάρσα μιας και όλες οι προσπάθειες στρέφονται στο να παρθούν πρωτοβουλίες για να μην επαναληφθεί η κρίση, μεταφέροντας παράλληλα το κόστος της υπέρβασης της κρίσης σε αυτούς που δεν την δημιούργησαν, είναι κοινός πλέον τόπος όχι μόνο για διανοητές οικονομολόγους της Αριστεράς.
Οι μεγαλύτερες από τις ιστορικά καταγεγραμμένες οικονομικές κρίσεις (από αυτή που ακολούθησε την χρηματιστηριακή κατάρρευση του χρηματιστήριου της Βιέννης το 1873, το κραχ του 1929 και την περίοδο ύφεσης-στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970) συνόδευσαν την έξοδό τους κυρίως με την υιοθέτηση κάποιων (μη υποχρεωτικά τεχνολογικών) καινοτομιών, όπως για παράδειγμα η δημιουργία των εμπορικών τραπεζών στα τέλη του 19ου αιώνα, η εφεύρεση από τον Σάιρους Μακόρμικ των πληρωμών με δόσεις για την αγορά αρχικά γεωργικών μηχανημάτων και η υιοθέτηση από την GE Capital της χρήσης αξιογράφων για την χρηματοδότηση της βιομηχανίας την δεκαετία του 1970. Όλες αυτές οι καινοτομίες, που είχαν σαν κοινό χαρακτηριστικό τους την μετατροπή των αγορών σε κρίση σε αγορές προσανατολισμένων στην έντονη ζήτηση έναντι μελλοντικών εσόδων, ακολουθήθηκαν και από κρατικές παρεμβάσεις και επενδύσεις που στηρίζονταν και αυτές στον δανεισμό. Η λογική όμως που κυριάρχησε στην οικονομική σκέψη μετά από την επιτυχία τους οδήγησε και στην φούσκα των σύγχρονων σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που, μέσα από τις προαναφερθείσες 4 αντιθέσεις του συστήματος, μετατράπηκαν στις μέρες μας σε τοξικά χαρτοφυλάκια, παρασύροντας σαν ντόμινο άλλοτε πανίσχυρες επιχειρήσεις και τις κρατικές οικονομίες.
Ο ισχυρισμός της θέσης που διατυπώνεται σε αυτό το κείμενο είναι ότι η αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης απαιτεί και αυτή την «καινοτομία της». Μόνο που αυτή τη φορά, η ζητούμενη καινοτομία δεν μπορεί να αφορά στην διόρθωση των αντιθέσεων ανάμεσα στην λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με όλη την υπόλοιπη οικονομία (λόγω των τριών χαρακτηριστικών της κρίσης που αναφέρονται πιο πάνω) αλλά στην βασική αντίθεση που δημιουργείται από την τεράστια πλέον αναντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τους μισθούς. Και η καινοτομία βρίσκεται στον επανα-ορισμό του χρόνου εργασίας με την ακόλουθη μορφή:
- Παραμένουν σταθεροί οι μισθοί και η 8ωρη ημερήσια εργασία
- Να αποδεσμευτεί η έννοια της εργάσιμης εβδομάδας, με την έννοια του χρόνου που λειτουργούν οι επιχειρήσεις και οι υπηρεσίες, από την εβδομάδα εργασίας με την έννοια του συνολικού εβδομαδιαίου χρόνου που εργάζονται οι εργαζόμενοι
- Αν και οι επιχειρήσεις και οι κρατικές υπηρεσίες θα βρίσκονται σε λειτουργία 5 ή και 6 ακόμη ημέρες της εβδομάδας, ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων θα μειωθεί στις 24 ώρες αντίστοιχα ανά εβδομάδα (3 συνεχείς εργάσιμες ημέρες), θεωρητικά διπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό των σημερινών θέσεων εργασίας
- Η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να στοχεύσει:
- Στην επιθεώρηση της τήρησης των νέων εργασιακών δεδομένων
- Στην δημιουργία ισχυρών κινήτρων συγχώνευσης ομοειδών μικρών ή πολύ μικρών επιχειρήσεων και δημιουργίας συνεργατικών δικτύων ελεύθερων επαγγελματιών για την ομαλή προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται
Με μια τέτοια ρύθμιση, που ήδη προτείνεται ως διεκδικητική πλατφόρμα από τα ισπανικά εργατικά συνδικάτα (και που σίγουρα θα κάνει πολλούς οικονομολόγους να ανατριχιάσουν), επιτυγχάνεται:
- H σοβαρή αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, χωρίς πρόσθετες σοβαρές επενδύσεις
- Η αύξηση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών μιας, και στις οικονομίες με διογκωμένο τον τριτογενή τομέα, η ζήτηση είναι άμεσα συνυφασμένες πλέον με τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων και τις ανάγκες που αυτός δημιουργεί
- Η ρύθμιση προς τα πάνω (άρα και πιο κοντά στην «δίκαιη» αμοιβή) των επιπέδων των μισθών, διατηρώντας την ζήτηση σε υψηλά επίπεδα.
- Η τόνωση της ανάγκης ανασχεδιασμού των επιχειρησιακών διαδικασιών και λειτουργιών, ιδιαίτερα στον κρατικό τομέα, έτσι ώστε αυτές να αποφεύγουν να ενσωματώνουν οποιαδήποτε κρυμμένη ανεργία, αλλά και να επιτυγχάνουν την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης εργασίας, που δεν θα μπορέσει να καλυφθεί από το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό
- Η απορρόφηση του επιπρόσθετου κόστους εργασίας στην παραγωγή από την αύξηση της παραγωγικότητας και της ζήτησης
Ο κύριος ρόλος του, διευρυμένου και με κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες, χρηματοπιστωτικού συστήματος στο εγχείρημα αυτό θα πρέπει να στην χρηματοδότηση του κόστους αυτής της αναδιοργάνωσης, αξιοποιώντας τα ήδη εγκεκριμένα ειδικά πακέτα ενίσχυσής του προς όφελος της πραγματικά πραγματικής οικονομίας, δημιουργώντας έτσι και τις συνθήκες για την ανάκαμψη και της δικής του κρίσης.
Μια σημαντική σημείωση:
Με το 3+3 ωκτάωρα ανα εβδομάδα, πρακτικά σχεδόν διπλασιάζονται οι θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Δεν απαιτείται το ίδιο στον δημόσιο στην Ελλάδα, που κάλλιστα μπορούν να καλυφτούν στις περισσότερες υπηρεσίες οι δυο εβδομαδιαίες «βάρδιες» με το ίδιο προσωπικό περίπου και με εξορθολογισμό του τρόπου που δουλεύει και με την ουσιαστική χρήση νέων τεχνολογιών-επιτέλους. Η επίσημη ανεργία βρίσκεται γύρω στο 10% και η πραγματική (δηλαδή και η μη καταγεγραμμένη) κοντά στο 20-22%. Άρα το περίσσευμα του εργατικού δυναμικού που υπάρχει δεν επαρκεί για να καλύψει την αναμενόμενη ζήτηση νέων εργατικών «χεριών» στις επιπρόσθετες θέσεις εργασίας που προκύπτουν. Αυτό σημαίνει αλλαγή συσχετισμών στην διαπραγμάτευση εργοδότη-εργασίας, αφού έτσι το πάνω χέρι το έχει αυτός που βρίσκεται «εν ανεπαρκεία», δηλαδή οι εργαζόμενοι. Άρα μισθοί αποκτούν ροπή προς τα πάνω.
Αυτά τα γνωρίζουν καλά οι αστοί οικονομολόγοι και οι πολιτικοί των κομμάτων που στηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό και στηρίζονται από την χυδαία εκμετάλλευση των ανέργων (με stage, ρουσφέτια κλπ) και γι αυτό ανατριχιάζουν με την ιδέα του περιορισμού του χρόνου εργασίας σύμφωνα με αυτό τον τρόπο. Προτιμούν την εξαθλίωση των ελαστικών σχέσεων και τα μπλοκάκια και θυσιάζουν έτσι την αναμενόμενη αύξηση και της παραγωγικότητας αλλά και της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών (φαντάσου πότε καταναλώνεις περισσότερο: όταν δουλεύεις ή στον ελεύθερο χρόνο σου) για να μη χαθεί το σημερινό τακτικό πλεονέκτημα της άρχουσας τάξης. Αυτοί όμως έχουν και το ουσιαστικό ιδεολογικό πρόβλημα για να αντιπαρατεθούν σε μια τέτοια θέση, ιδιαίτερα σήμερα που η νέο-φιλελεύθερες αντιλήψεις των διάφορων οικονομικών σχολών αμφισβητούνται έντονα και από τα μέσα.
Η εν λόγω «καινοτομία», που προέρχεται από την παραδοσιακή διεκδικητική φαρέτρα της αριστεράς, φυσικά και δεν οδηγεί από μόνη της στην ανατροπή των βασικών αντιθέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που θα συνεχίζουν να υφίστανται και ενδεχομένως να οξύνονται. Μπορεί όμως να λειτουργήσει ως πλατφόρμα συσπείρωσης όλων εκείνων των δυνάμεων που αντιτίθενται στην χορήγηση πολιτικού συγχωροχάρτου στους υπεύθυνους της σημερινής κρίσης ένθεν και ένθεν και που συνεχίζουν κρυφά να ονειρεύονται την μελλοντική νεκρανάσταση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στο τέλος αυτού του κύκλου της κρίσης, που στοχεύουν να την αξιοποιήσουν σαν το colpo grosso αναδιανομής πλούτου σε βάρος των μη προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας.
Έτσι, η επαναδιατύπωση του στόχου για μείωση του χρόνου εργασίας στις 24 αντί τις 35 ώρες (που συνεχίζει να βρίσκεται «εν υπνώσει» ως «πάγιο άιτημα» στα κείμενα θέσεων και του ΣΥΡΙΖΑ) και η υιοθέτηση επιθετικών πρωτοβουλιών διεκδίκησης και από τα εργατικά συνδικάτα του 24ωρου χωρίς μείωση αποδοχών και δικαιωμάτων, αποτελεί και ένα ισχυρό πολιτικό όπλο στην κατεύθυνση της επαναδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ, του προγράμματός του αλλά και των συμμαχιών που πρέπει να επιδιώξει μέσα στα κινήματα ΤΩΡΑ.
Σημείωση: Η θέση αυτή διατυπώθηκε ήδη ως βασικό αίτημα διεκδίκησης στις παρεμβάσεις μελών της Πάσα στο Πανελλαδικό Σώμα του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο (κλικ εδώ)
Γιάννη το αίτημα για 24ωρη εβδομαδιαία εργασία ακούγεται πράγματι επαναστατικό και συμφωνώ με όσα λές, όμως εγώ ως ανθρωπολόγος, σκέφτομαι με όρους «βίωσης» και «συνήθειας» και βλέπω την οικονομία ως βιωμένη εμπειρία κι όχι σαν αφηρημένη επιστήμη.
Το ερώτημά μου λοιπόν είναι το εξής:
Στο επίπεδο της ανειδίκευτης ή της βιομηχανικής εργασίας η εφαρμογή είναι εύκολη. Όμως, υπάρχουν δουλειές που χρειάζονται και ειδίκευση και διεύθυνση που δεν μπορεί να γίνεται με 3ημερη εργασία. Για παράδειγμα ένας μηχανικός που παρακολουθεί ένα τεχνικό έργο. Αλλο παράδειγμα είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, που είναι πάρα πολλοί. Επίσης οι διευθυντές, οι έμποροι κλπ. Αν όλοι αυτοί δουλεύουν 5 και 6 μέρες, και μόνον οι μισθωτοί δουλεύουν μόνον 3, δεν δημιουργούμε έτσι 2 είδη εργασίας; και δεν οξύνουμε έτσι την αντίφαση μεταξύ μισθωτής-εξαρτημένης εργασίας και επιχειρηματικότητας; Το θέμα δεν είναι να λύσουμε αυτές τις αντιφάσεις και να δημιουργούμε συνθήκες ισότητας στην εργασία; κι όχι απλά να τονώνουμε την οικονομία σαν κυκλοφορία χρήματος και αγαθών; Θέλω να πώ, μηπως το μέτρο μείωσης του χρόνου εργασίας για τους μισθωτούς και αύξησης του για τους επιχειρηματίες (εμπόρους, ΄βιοτέχνες, επαγγελματίες του τουρισμού) και τους αυτο-απασχολούμενους (πχ. αγρότες, ψαράδες και χιλιες δυο άλλες μορφές εργασίας), στην ουσία αυξάνει την κοινωνική ανισότητα αντι να την μειώνει;
Μήπως δηλαδή χρειάζεται και μια επιπλέον επαναστατική αλλαγή για τις άλλες μορφές εργασίας πλήν της μισθωτής;
Γιάννη Κυριακάκη,
Ο ισχυρισμός-πρόταση που διατυπώνεται στην πιο πάνω κείμενο παρέμβασης προφανώς και δεν οδηγεί από μόνη της στην ανατροπή των βασικών αντιθέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που θα συνεχίζουν να υφίστανται και ενδεχομένως να οξύνονται και επικεντρώνεται μόνο στη θέση: Αφού δεν μπορούν ή δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω μέρος της κλεμμένης υπεραξίας σε χρήμα, ας την γυρίσουν σε χρόνο ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ που το καπιταλιστικό σύστημα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δημιούργησαν. Όμως:
Από τις κοινωνικές ομάδες που αναφέρεις και που φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουν να επωφεληθούν ή να προσαρμοστούν αμέσως στο 3+3 οκτάωρα/εβδομάδα, θα ήθελα να κάνω ένα διαχωρισμό α) σε αυτούς που συμμετέχουν στην διεύθυνση των σημερινών ιεραρχικών δομών παραγωγής υλικών ή υπηρεσιών (διευθυντές, επόπτες τεχνικών έργων, εργοδηγοί κλπ), β) στους αυτοαπασχολούμενους (αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες, βιοτέχνες σε πολύ μικρές μονάδες ή οικογενιακές επιχειρήσεις κλπ που παράγουν και διευθύνουν ταυτόχρονα) και τους εποχιακά εργαζόμενους γ) σε αυτούς που αμοίβονται με «μεροκάματο» σε μη σταθερές θέσεις εργασίας (ανεξάρτητοι μη ειδικευμένοι οικοδόμοι κλπ).
Για την κατηγορία β) και σήμερα δεν υπάρχει σταθερό ωράριο, 8ωρο ή οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση του χρόνου εργασίας τους και η πρόταση δεν επηρεάζει άμεσα (αλλά πολύ έμμεσα) τον τρόπο που δουλεύουν. Ενδεχομένως η αυτο-οργάνωσή τους σε συνεργατικά δύκτια να μπορεί να επιλύσει προβλήματα που και σήμερα έχουν.
Οι εργαζόμενοι στην κατηγορία γ)είναι αυτοί που θα πρέπει να προστατευθούν έτσι ώστε ο περιορισμός του χρόνου εργασίας να μην οδηγήσει και σε μείωση αποδοχών. Και οι τρόποι που μπορώ να προτείνω είναι μόνο δύο (μπορεί κάποιος να σκεφτεί και άλλους): Η εργασία τους να θεωρείται ως παροχή υπηρεσιών έργου βάσει συμβασης μικρής διάρκειας, όπου οι αμοιβές θα καθορίζονται από το παραγόμενο έργο και όχι από την διάρκεια απασχόλησης στην παραγωγή του και από την αυτο-οργάνωσή τους σε συνεργατικά δύκτια ομοειδών ειδικοτήτων.
Για την κατηγορία α) ισχυρίζομαι ότι υπάρχουν δυο τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου του χάσματος απασχόλησης που πρέπει να συνδυαστούν: O «τεχνοκρατικός», όπου με ανασχεδιασμό των διαδικασιών παραγωγής και με την ουσιαστική χρήση σύγχρονων τεχνολογιών μπορούν να αναδομηθούν οι διαδικασίες χωρίς να απαιτείται η συνεχής φυσική παρουσία του διευθύνοντα για τον έλεγχο της παραγωγής (όπου ο έλεγχος θα πρέπει να στραφεί στην ποιότητα του παραγομένου και όχι στην γραφειοκρατική τήρηση του παρουσιολόγιου των υπόλοιπων εργαζομένων-συντελεστών της παραγωγής). Και ο «πολιτικός», όπου η σημερινή άκαμπτη ιεραρχική δομή διεύθυνσης της παραγωγής θα αντικαθίσταται από την λειτουργία αυτοδιοικούμενων ομάδων εργασίας με οριζόντιο συντονισμό τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοια μοντέλα διοίκησης ήδη έχουν προταθεί και από σοβαρούς αστούς θεωρητικούς του management και βρίσκονται και σε πειραματική εφαρμογή και μεγάλες μονάδες πολυεθνικών (έχω πρόχειρο το παράδειγμα της Kodak και αναφέρονται και πολλά άλλα πχ στα βιβλία του Μπουραντά). Και δεν είναι καθόλου χωρίς αξία σοβαρές μελέτες και ερευνητικές εργασίες θεωρητικών οικονομολόγων ή ειδικών στον σχεδιασμό των διαδικασιών παραγωγής (Starlik, Devenport κλπ) όπου κυρίαρχο ρόλο στην αύξηση της παραγωγικότητας δεν παίζει καθόλου ο χρόνος εργασίας του κάθε συντελεστή στην παραγωγή αλλά η διαδικασία.
(Πολλές περισσότερες αναφορές στην ενδεικτική βιβλιογραφία που παραθέτω).
Αν και δεν λέω ότι εξάντλησα το ζήτημα με τα πιο πάνω, δυο θέματα ακόμα. Το ένα το έθιξες και αφορά την επιχειρηματικότητα. Ισχυρίζομαι ότι η οργάνωση σε συνεργατικές ομάδες αλλά και η διάθεση περισσότερου ελεύθερου χρόνου στον εργαζόμενο οδηγεί σε τόνωση της καλώς νοούμενης επιχειρηματικότητας που δεν στοχεύει υποχρεωτικά στην μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά στην μεγιστοποίηση της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών. Δωσε μου 4 ημέρες ελεύθερες την εβδομάδα. Ενδεχομένως να επιλέξω να αναπτύξω σε πιο σοβαρή και οργανωμένη βάση όλες αυτές τις δραστηριότητες που πάντα θα ήθελα να κάνω αλλά δεν έχω τον χρόνο ή να βελτιώσω την μόρφωσή μου ή να ασχοληθώ με τα κοινά. Αλλά αυτά τα 3 είναι που οδηγούν στην τόνωση της επιχειρηματικότητας!
Αυτό που δεν έθιξες, και το θίγω εγώ με την ευκαιρία, είναι οι περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις από την εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης. Σίγουρα είναι (όπως και τα πιο πάνω) θέμα που δεν καλύπτεται σε 10 αράδες σχολίου. Η εφαρμογή του 3+3 δημιουργεί μεγαλύτερη παραγωγικότητα και ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών αλλά και συνθήκες που ευνοούν την μετακίνηση ανθρώπινων δραστηριοτήτων εκτός μεγάλων αστικών κέντρων για την κάλυψη των αναγκών του ελέυθερου χρόνου. Αυτό σημαίνει περισσότερη ενέργεια για την παραγωγή και περισσότερες μετακινήσεις (που είναι ο σιδηρόδρομος που θα χρειαστεί?) αλλά και μικρότερες ανάγκες χρήσεων γης στα αστικά περιβάλλοντα. Το περιβάλλοντολογικό ισοζύγιο ενδεχομένως να είναι θετικό για το περιβάλλον αλλά είναι κάτι που θέλει περισσότερο ψάξιμο και προσωπικά δεν γνωρίζω ανάλογες μελέτες που έχουν καταπιαστεί με το θέμα (και οι «οικολόγοι» ενδεχομένως να αγνοούν το πόσο πράσινες είναι οι νέες θέσεις εργασίες που δημιουργούνται, κυρίως στις μικρές οικόσιτες παραγωγές και στις υπηρεσίες που κάλλιστα θα μπορούσαν να οργανωθούν για να καλύψουν τον λεγόμενο κοινωνικό τομέα της οικονομίας).
Λυπάμαι για το σεντόνι, αλλά τα θέματα που έθιξες ήταν πολλά. Η σχετική βιβλιογραφία που στηρίζω τους πιο πάνω ισχυρισμούς είναι:
1. Δημήτρης Μπουραντάς: «Μάνατζμεντ, θεωρητικό υπόβαθρο και σύγχρονες πρακτικές», Εκδόσεις Γ. Μπένου, 2002, σελ. 609
2. Colin Coulson-Thomas: “Business Process Re-engineering: myth and reality”, Εκδόσεις Kogan Page, 1994, σελίδες 250
3. V.Daniel Hunt: “Process Mapping: How to re-engineer your business processes”, Εκδόσεις J.Wiley &Sons, 1996, σελίδες 260
4. Μ. Hamer, J. Kelly: “Re-engineering the co-operation”, Εκδόσεις Harper Business, 1993, σελ 320
5. R. Kaplan, D.Norton: “The Balanced Scorecard”, Εκδόσεις Harvard Business School Press, 1996, σελ. 410
J. Denenport, K. Prusak: “΅Working knowledge”, Εκδόσεις Harvard Business School Press, 1998, σελ. 307
Συμπλήρωση στο προηγούμενο σεντόνι:
Το 3+3 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους μαθητές και φοιτητές, ενώ κάλλιστα μπορεί να εφαρμοστεί στους δασκάλους τους, μιας και η τάση είναι να αυξάνονται οι ανάγκες για χρόνο εκπαίδευσης και όχι να μειώνονται. Δεν έχω συγκροτημένη άποψη για το παράλληλο θέμα που ανοίγει και αφορά την αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος στα δεδομένα του 3+3, όπως ενδεχομένως και σε άλλα ειδικά θέματα που θα ανακύψουν και δεν καλύφτηκαν εδώ.
Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός που διατυπώνεται με την πρόταση 3+3 μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες παρέμβασης των επι μέρους κινημάτων έτσι ώστε όλη η κοινωνία να επωφεληθεί από το γεγονός ότι πρέπει αλλά και μπορεί να «χωρέσει» μέσα σε μια οικονομία αναγκών και όχι το σημερινό απαράδεκτο: Να προσπαθούμε να χωρέσουμε μια οικονομία που σχεδιάστηκε για να ικανοποιεί τους λίγους μέσα σε μια κοινωνία (και ότι περισεύει από αυτήν ας το φάει η μαρμάγκα).
Νομιζω ότι σχετικά με το θέμα εφαρμογής του μέτρου ανάλογα με τις ειδικότητες και τις εργασιακές δραστηριότητες, το επόμενο βήμα διεκδίκησης, που μάλιστα για μένα είναι πολύ πιο ποιοτικά προωθητικό για τα εργασιακα είναι ένα σύμπλεγμα εξισοροπημένων δραστηριοτήτων «ενδο-εταιριακά» και σε επίπεδο συνεργατισμού στους μεχρι τώρα αυτο απασχολούμενους
εννοείται ότι κάθε ειδικότητα έχει θα έχει τα χαρακτηριστικά της, τις δεξιότητές της, όμως πιστεύω ότι κάθε δραστηριοτητα θ α πρέπει να εμπεριέχει συνολικά τέτοιο συνδυασμό ευθυνών και καθηκόντων η ολική ποιότητα εργασιακή νσ είναι συγκρίσιμη
πόσο μάλον που μεσα στην ιδια ειδικότητα προωθειται μια διακριση σημερα δηλαδη πχ υπαρχει Μηχανικος διευθυντης και μηχανικος απλός με τα ιδια χρονια δουλειας, με κριτηρια οχι συνηθως αξιοκρατικα
αρα υφισταται μια κατασταση αναμεσα στην ειδικοτητα που αλλος δουλευει βελουδινα επιτελικα κι αλλος κανει δουλεια μυρμηγκιου
αυτη η εξισοροπημενη εργασια καθολου δε σημαινει ισοπεδωση αμοιβων, καθε αλλο θα αμοιβεται καθενας αναλογα με τον κοπο και τις θυσιες του
χτιζεται ετσι πιστευω μια πιο οριζοντια αλυσιδα στο χωρο εργασιας, η οποια πιστευω οδηγει σε ουσιαστικώτερο έλεγχο των μέσων παραγωγής.
αυτό θα οδηγούσε πρακτικα σε ενα απωτερο σταδιο τη συνδεση της παραγωγης εργου με τις αναγκες αυτου που το καταναλωνει και εδω θα επεισέλθει ο συνεργατισμός μεταξύ που παράγει έργο και του καταναλωτή, είναι ένα ουσιαστικό βήμα προς την οικονομία των αναγκών και όχι προς την οικονομία της αγοράς, η οποια οικονομια της αγορας αμοιβει για το καταναλισκωμενο προιον και όχι την προσπαθεια
θελει μια περισσότερη αναλυση αυτό
το ανεφερα ενδεικτικα και σε σχεση και με αυτό που έχω ξαναγράψει σε σχέση με «..τη στήριξη εγχειρημάτων και κινημάτων που ναι μεν επιδιώκουν μεταρυθμίσεις που βελτιώνουν προσωρινά τη ζωή των ανθρώπων αλλά σαν μέρος μιας διαδικασίας που ανατρέπει και αλλάζει τα υπάρχοντα κοινωνικά χαρακτηριστικά…» στα περί τί είναι αντι-συστημικό
συντροφικα
το επομενο σταδιο που ανεφερα σχετίζεται και με τη βελτίωση της μόρφωσης που σήμερα είναι παγκοσμίως τροχειοδρομημενη, και οδηγεί μοιρόλατρικά και απο θέμα κουλτούρας σε ένα 2% που έχει τα μέσα παραγωγής και εκπαιδεύεται πώς να τα έχει και στην επομενη γενια του, σε ενα λχ 20% που τα διαχειρίζεται (διευθυντική -επιτελική- ιεραρχική ε΄λίτ) και εκπαιδεύεται πώς να το κάνει έναντι μια bοnus αμοιβης και ενα 78 % πού εκπαιδεύεται για να εφαρμόζει, άντε και στην καλή περίπτωση άμα είναι «σωστός» να μπει στη 2η κατηγορία του 20 %
το τελευταιο σταδιο που ανεφερα έχει να κάνει και με τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και εκείνων που επηρεάζονται από την υλοποίηση παραγόμενων υπηρεσιών, έτσι οι κάτοικοι της Μεσοχώρας ή της περιοχής Χανίων θα έχουν από πρίν άποψη και επιροή για το αν θα πρέπει να γίνουν τα έργα υδρο-ταμιευτηρων, με βαση τις επιπτωσεις στο περιβάλον, οπότε το παραγώμενο εκάστοτε προιον θα υπολογίζει ποσοτικά και το κοινωνικό ή περιβαλοντικό κόστος
Κάνω μια υπόθεση εργασίας για να καταλάβω αλλά και για να κάνω το συνήγορο του διαβόλου:
Έχω μια μικρή επιχείρηση λιανικής πώλησης στην οποία απασχολώ 2 εργαζόμενους. Είμαι τυπικός σε όλα μισθούς, ασφάλειες, άδειες, επιδόματα κ.τ.λ. Αυτό σημαίνει κόστος περίπου για το κάθε υπάλληλο 15000,00 ευρώ περίπου το χρόνο, για τους 2 30000,00€. Προτείνεις λοιπόν το διπλασιασμό του κόστους λειτουργίας της επιχείρησής μου αφού θα χρειαστώ άλλους 2 υπαλλήλους για να λειτουργήσει το κατάστημα. Πως πιστεύεις ότι θα μπορέσει μια τέτοια επιχείρηση να ανταπεξέλθει σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη και τον ανταγωνισμό και την υπερπροσφορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Μια άλλη απορία που έχω είναι(επειδή στην Ελλάδα ζούμε και η κουτοπονηριά είναι κυρίαρχο στοιχείο μας) ποιός θα καταφέρει να εγγυηθεί ότι ο εργαζόμενος στον υποτιθέμενο ελεύθερο χρόνο δεν θα βρει απασχόληση κάπου αλλού; μια δεύτερη εργασία; Αν δεχθώ μάλιστα το γεγονός ότι οι μισθοί θα παραμείνουν οι ίδιοι τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ψάχνουν όλοι μια δεύτερη δουλειά για να συμπληρώσουν το πενιχρό μισθό.
Θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ στα εύλογα ερωτήματα σου Δημήτρη Σ, παρά το γεγονός ότι το παράδειγμα εργασίας που θέτεις προϋποθέτει και άλλες πληροφορίες. Υποθέτω λοιπόν αυθαίρετα ότι μιλάμε για μια μικρή παραγωγική μονάδα, πχ ένα τυπογραφείο, που συνδυάζεται και με ένα βιβλιοχαρτοπωλείο.
Ξεκινάω από το δεύτερο ερώτημα σου: Τι θα κάνει ο εργαζόμενος στον ελέυθερο χρόνο εργασίας του, μιας και εκεί είναι το «κλειδί» της πρότασης. H αυθόρμητη απάντηση είναι ότι θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Δεν έχουν όλοι οι εργαζόμενοι τις ίδιες ανάγκες. Άλλος θα επιλέξει ενδεχομένως μια δεύτερη δουλειά (κανένα πρόβλημα σε αυτό δεν θα πρέπει να έχεις αν τηρούνται κάποιοι στοιχειώδεις όροι δεοντολογίας και δεν απασχολείται πχ σε ένα ανταγωνιστή σου), άλλος θα επιλέξει να μορφωθεί, ο τρίτος ίσως να ασχοληθεί με το αμπέλι του και ο τέταρτος να μεγαλώσει τα παιδιά του ή να συμμετέχει σε μια εθελοντική οργάνωση του κοινωνικού τομέα της οικονομίας που φυλάει παιδιά εργαζόμενων. Όλες αυτές οι επιλογές, δημιουργούν νέες ανάγκες για υλικά και υπηρεσίες που δεν υπάρχουν σήμερα. Ο εργαζόμενος πχ που αποφασίζει να σπουδάσει, είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί περισσότερα βιβλία και γραφική ύλη, που όλοι μαζί στο σύνολό τους, θα οδηγήσουν και στην αύξηση της ζήτησης και των προϊόντων και υπηρεσιών που η συγκεκριμένη επιχείρηση διαθέτει.
Το κόστος της επιχείρησης δεν διπλασιάζεται. Κόστος είναι το εργατικό και η κοινωνική του ασφάλιση, αλλά ΄πρωτίστως είναι οι πρώτες ύλες, τα έξοδα παραγωγής και διάθεσης, το κόστος χρήματος, τα λειτουργικά έξοδα και οι αποσβέσεις. Από τους λογαριασμούς της ΕΣΥΕ, το κόστος εργασίας όλης της οικονομίας δεν υπερβαίνει το 12,5%! Και σημείωσε ότι αυτό σε μια χώρα με υπεραναπτυγμένο τον τριτογενή τομέα, που είναι τομέας «εντάσεως εργασίας». Ενδεχομένως σε κάποιους τομείς το κόστος εργασίας να συμμετέχει σαν ποσοστό υψηλότερα στο κόστος και σε άλλους λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση, η προσαρμογή της συγκεκριμένης επιχείρησης στις ανάγκες μιας «οικονομίας των αναγκών», σημαίνει αλλαγές και τομές. Το εύκολο πχ καταναλωτικό αλλά κερδοφόρο μοντέλο διάθεσης χαμηλής ποιότητας προϊόντων μιας χρήσης made in China θα πρέπει να αλλάξει. Ενδεχομένως να απαιτηθεί ο επιχειρηματίας να πρέπει να οργανώσει ηλεκτρονικό κατάστημα στο internet για να διευρύνει την γεωγραφική του εμβέλεια ή να αναδιοργανώσει τον τρόπο που λαμβάνει και εκτελεί παραγγελίες. Ίσως χρειαστεί και να ανεβάσει τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών του, αν αυτή η στρατηγική «του βγαίνει» Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρηματικότητά του θα πρέπει να τεθεί πάλι σε λειτουργία και να δει πως θα μειώσει το ενδεχόμενο κόστος ή πως θα προσαρμοστεί στην νέα «αγορά» που δημιουργείται, δημιουργώντας ενδεχομένως με άλλους συνεταιρισμούς ή δύκτια. Αναδιοργάνωση λέγεται αυτό και φυσικά έχει κόστος. Ποιός να το πληρώσει? Τα 26δις που δώσαν στις Τράπεζες είναι η απάντηση!
Ένα σοβαρό στοιχείο που προκύπτει: Τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων διπλασιάζονται με το 24ωρο. Αυτό σημαίνει λίγότερη πίεση στον κρατικό προϋπολογισμό για να καλύψει τις ανάγκες τους και νέους πόρους που μπορούν να διατεθούν για την ανάπτυξη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας, που ο στόχος είναι και η συγκεκριμένη επιχείριση-τυπογραφείο-βιβλιοπωλείο να αποτελέσει κάποια στιγμή σημαντικό κόμβο του.
Και για να προλάβω μια ερώτηση, που την βλέπω να έρχεται:
H αύξηση του κόστους, λόγω της αύξησης του εργατικού κόστους στις επιχειρήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της ζήτησης?
Η απάντηση είναι ότι σε ένα ώριμο στάδιο εφαρμογής του μέτρου του 24ωρου, αυτό δεν θα γίνει. Για τον απλούστατο λόγο που δεν θα χρειαστεί να δείνεις 15.000ευρω τον χρόνο σε κάθε εργαζόμενο αλλά ενδεχομένως 25.000ευρώ, μιας και ο εργαζόμενός σου, αν δεν ικανοποιηθούν οι ανάγκες του από αυτό που του προσφέρεται σαν περιβάλλον εργασίας, πολύ εύκολα θα μετακινηθεί σε άλλη επιχείρηση που προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και του καλύπτει αυτές τις ανάγκες. Και θα είναι ενδεχομένως η πρώτη φορά που δεν θα μπορεί κανείς να τον εκβιάσει με απόλυση για να προσλάβει άλλον φθηνότερο. Έτσι θα έχει τα χρήματα που χρειάζεται για να καλύψει το ενδεχόμενα αυξημένο κόστος ζωής. Ο εργαζόμενος διαλέγει την εργασία του και τους όρους που ικανοποιούν τις ανάγκες του και αυτό το θεωρώ θεμελιώδες σε μια Κοινωνία των Αναγκών. Και αυτό θαρώ ότι πρέπει να είναι το μέλημα μιας Αριστεράς που θέλει να χαρακτηρίζεται Αντι-συστημική: Να οδηγεί με την δράση της σε τομές τέτοιες που η οικονομία θα ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων (αλλά και του περιβάλλοντος) και όχι το ανάποδο.
Γιάννη Χ. ωραίο ο παράδειγμά σου. Και επίσης πολύ ωραίο ακούγεται το 24ωρο για να είναι αληθινό. Θα επιμείνω όμως να κάνω το συνήγορο του διαβόλου, ας με συγχωρέσεις γι’αυτό, και θα αλλάξω τα στοιχεία και τα οικονομικά δεδομένα που έβαλες. Αν και δεν τα παω καθόλου καλά με τα οικονομικά γενικά, θα βάλω το εξής παράδειγμα. Μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο τουρισμό. Ας πούμε ξενοδοχείο (μεγάλο ή μικρό δεν νομίζω ότι έχει και τόση σημασία). Λειτουργεί όλο το χρόνο με μόνιμο προσωπικό σε τουριστική περιοχή. Το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης αυτής, μπορεί όπως σωστά είπες να μην διπλασιάζεται, αυξάνει όμως σημαντικά. Όπως πολλοί ισχυρίζονται ο τουρισμός είναι η σημαντικότερη πηγή εσόδων για την Ελλάδα. Δεν ξέρω αν συμφωνείς σ’ αυτό, πάντως είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση θα υποχρωθεί σε αύξηση των τιμών των υπηρεσιών που προσφέρει. Τι γίνεται σε αυτή τη περίπτωση και το διεθνή ανταγωνισμό (ή τον περιβάλλοντα βλέπε Τουρκία) να πιέζει για χαμηλότερες τιμές; Μια προφανής απάντηση είναι η καλυτέρευση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. Αρκεί όμως;
Η δανέζικη B&O δεν φημίζεται για τα φτηνά της προϊόντα. Παρ’ όλα αυτά, είναι η μια από τις 2 ευρωπαικές εταιρίες που παρέμειναν να ανταγωνίζονται τις κορεάτικες και κινέζικες εταιρίες ηλεκτρονικών. Επιβιώνει λόγω της ποιότητας των προϊόντων της και επειδή υπάρχει διεθνής αγορά που ζητάει αυτή την ποιότητα.
Το θέμα με τον τουρισμό είναι σύνθετο. Υποτίθεται ότι είναι η βαρειά μας «βιομηχανία» αλλά ποτέ καμία κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκε πάνω στο «ποιον τουρισμό θέλουμε». Οι παλιές συνταγές με τις ορδές που έσερναν οι tour operators για φτηνές διακοπές σε φτηνές κατασκευές-που δεν άντεξαν ούτε 15 χρόνια και κατάστρεψαν πολλές περιοχές (και να δικαιολογείται πλέον η απόσυρσή τους) και σε φτηνές χαμηλού επίπέδου υπηρεσίες, όσο και να προσπάθησαν να το κρατήσουν με τα all inclusive πακέτα, έχουν «πεθάνει».
Πήγα στην Τουρκία για λίγο φέτως, από την Μυτιλήνη. Βεβαίως και έχουν κάνει οι γείτονες πολλές προσπάθειες να αναπτύξουν τουριστικό προϊόν με αντίστοιχη συνταγή, όπως έχουν κάνει και οι Τυννήσιοι και οι Μαροκινοί και οι Αιγύπτιοι. Όλοι αυτοί εκτός ζώνης ευρώ. Τραβάνε κατά τον Μάρτιο μια υποτίμηση και κερδίζουν αγορές εύκολα, και ας μην έχουν σχεδόν τίποτα ενδιαφέρον να κάνεις εκτός ξενοδοχείου.
Δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε να ακολουθούμε το μοντέλο του τουρισμού της αρπαχτής. Αντικειμενικά οι συνθήκες έχουν αλλάξει αλλά και οι δυνατότητες είναι διαφορετικές. Θα πω ένα παράδειγμα:
Στην Ελλάδα έχουμε 72.000 καλά εκπαιδευμένους γιατρούς. Οι 42.000 έχουν δουλειά και ειδικότητα και οι υπόλοιποι είναι στο ψάξιμο. Αν πλάι σε κάθε μεγάλη ξενοδοχειακή περιοχή στηθεί ένα Κέντρο Αποκατάστασης, εύκολα μπορούν να προσελκυστουν πακέτα ιατρικού τουρισμού από την Βόρεια Ευρώπη για παθήσεις όπως για παράδειγμα το σύνδρομο εργασιακής κόπωσης (work burn out ή κοινώς «στήψιμο» στην δουλειά) που τα ταμεία της Σκανδυναυίας επιχορηγούν με 600€/ ημέρα για ένα μήνα για θεραπεία στην Μεσόγειο από τους μήνες Οκτώβριο έως και Ιούνιο που υπάρχει έξαρση (το αντίστοιχο κόστος σε ένα Νορβηγικό νοσοκομείο είναι 800€/ημέρα). Τα ξενοδοχεία μπορούν να μείνουν έτσι ανοιχτά 10-11 μήνες για να φιλοξενούν τους «ασθενείς» και οι γιατροί μας να προσφέρουν «εξαγωγικές» υπηρεσίες, εισάγοντας ασθενείς.Και φυσικά υπάρχει και ο οικοτουρισμός, ο θεματικός τουρισμός και άλλες εναλλακτικές μορφές του μπορουν κάλλιστα να αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος, αν μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, ένα από τα οποία πρέπει να είναι και η ποιότητα.
Αυτό που μπορώ να σε διαβεβαιώσω είναι ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ σαμποτάρησαν αντίστοιχες προσπάθειες, κρατώντας σε ασάφεια και το νομοθετικό πλαίσιο παροχής αυτού του είδους των συνδυασμένων υπηρεσιών υγείας-τουρισμού, αποκείοντας τον από τις επιδοτήσεις, παρά τις κατά καιρούς μεγαλόστομες εξαγγελίες Είναι κακοί ή βλάκες? Όχι!
Σημείωσε ότι αυτή την εποχή γίνεται party στο real estate μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων. Μη παραξενευτείς αν πίσω από κάθε «deal» εξαγοράς βρίσκεται και ένας πολιτικός παράγοντας του δικοματισμού που διευκολύνει ξένους κυρίως να αγοράσουν τα «θύματα» της κρίσης που οι πολιτικές τους δημιούργησαν. Με το αζημίωτο φυσικά…
Μια αντισυστημική Αριστερά αυτά τα αποκαλύπτει βέβαια και τα καταγγέλει. Αλλά αυτό δεν φτάνει πλέον. Χρειάζεται και τόλμη και όραμα αλλά κυρίως η συμμετοχή από τα κάτω των άμεσα ενδιαφερομένων. Άφησε τα νέα παιδιά που σπούδασαν τουριστικά επαγγελματα με περιθώριο δράσης και δωσε τους κίνητρα να δημιουργήσουν συνεργατικά δίκτυα υπηρεσιών αναδιοργάνωσης και διοίκησης των τουριστικών μονάδων και θα φέρουν τα πάνω κάτω.
Νομίζω πως η πρόταση για 24ωρη εβδομαδιαία εργασία, χωρίς να αλλάξουν οι σχέσεις παραγωγής και το γενικότερο ιδιοκτησιακό μοντέλο, μπορεί να καταλήξει σε ενδυνάμωση των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος των μικρών. Για μένα πρέπει η μείωση του χρόνου εργασίας να συνδυαστεί με ριζικές αλλαγές στην ιδιοκτησία και την διεύθυνση, και στην συνολική οργάνωση της εργασίας, δηλαδή στις σχέσεις παραγωγής.
ουφ ευτυχώς!
Από τον τίτλο νόμιζα πως μιλούσε για 24ωρη ημερήσια εργασία και όχι για εβδομαδιαία.
Γενικά συμφωνώ ότι ένα τέτοιο μέτρο ουσιαστικής μείωσης του χρόνου εργασίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν δεν αλλάξουν ριζικά οι σχέσεις παραγωγής (σχ10). Ιδιαίτερα ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός που έχει επικρατήσει, μοναδικό στόχο έχει τη συρρίκνωση του κόστους εργασίας. Κατά τη γνώμη νου αδιαφορώντας για την παραγωγικότητα της εργασίας. Δηλαδή για τις εργατοώρες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση ενός προϊόντος. Εννοώ ότι αν συρρικνώνοντας τα μεροκάματα πετύχουν σε μια χώρα να παράγουν ένα προϊόν φτηνότερα δεν τους ενδιαφέρει αν θα χρειαστούν 10 ή 20 ώρες εργασίας.
Ο χρόνος που εξοικονομείται από την αύξηση της παραγωγικότητας με την εφαρμογή της νέας ηλεκτρονικής και συμβατικής τεχνολογίας, όχι μόνο καρπώνεται από την ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων, αλλά μέσα από την παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και απαιτούνται από άλλα να δουλεύουν περισσότερο σε ημερήσια, βδομαδιάτικη, αλλά και στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής. Ενώ λοιπόν η δουλειά μας παράγει πολύ περισσότερα από ότι πριν 30 – 40 χρόνια μας ζητάνε να δουλεύουμε περισσότερες ώρες την ημέρα, περισσότερες μέρες το μήνα και περισσότερα χρόνια στη ζωή μας και την ίδια ώρα μας πληρώνουν και λιγότερο.
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι με ισχυρό λαϊκό κίνημα, που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει, μπορεί να ανατραπεί μερικώς η κατάσταση.
Το ζήτημα του χρόνου εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στην ημερήσια ή στην βδομαδιάτική απασχόληση. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να το βλέπουμε συνολικά. Για παράδειγμα η επιμήκυνση του χρόνου σπουδών, απαραίτητος όρος για την ουσιαστική μόρφωση και στην συνέχεια εξειδίκευση ενός ανθρώπου είναι μια μορφή μείωσης της συνολικής απασχόλησης του ατόμου. Ο όγκος των σημερινών πληροφοριών που πρέπει να επεξεργαστεί ένας για να γίνει ας πούμε γιατρός είναι τεράστιος σχετικά με εκείνο που έπρεπε να επεξεργαστεί πριν πενήντα χρόνια. Παρόλα αυτά όμως η ιατρική σχολή παραμένει στα 6 χρόνια. Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο να παράγοντα «πτυχιούχοι» προπτυχιακά εξειδικευμένοι, π.χ. οικονομικοί για τράπεζες και όχι οικονομολόγοι με εξειδίκευση στον τραπεζικό τομέα, ή μαθηματικοί για ασφαλιστικές εταιρείες και όχι μαθηματικοί με εξειδίκευδη στα ασφαλιστικά μαθηματικά. Πρίν λίγες μέρες διάβασα στο in.gr, ότι οι βρετανοί βιομήχανοι απαιτούν την μείωση των μπάτσελορ πτυχίων από 3 σε 2 χρόνια, με στόχο βέβαια τη μείωση του κόστους εκπαίδευσης και την ταχύτερη εισαγωγή στην παραγωγή των ατόμων αυτών.
Επίσης θα μπορούσε η μείωση του χρόνου απασχόλησης να αφορά στον συνολικό χρόνο εργασίας. Άδειες γονικές, άδειες αναψυχής, συντομότερη συνταξιοδότηση, καθιέρωση της εβδομάδας των 4 ημερών κ.λ.π.