Της Χαράς Πασαντωνοπούλου
.
Την Καθαρή Δευτέρα πήγαμε όλοι μαζί, η δικιά μου οικογένεια και οι οικογένειες κάτι φίλων της δικιάς μου οικογένειας, να φάμε και να πετάξουμε χαρταετό. Ο καιρός ήταν χάλια, αλλά ο μπαμπάς είπε δεν πειράζει, η προσπάθεια μετράει, και ότι ο χαρταετός ήταν από τους φτηνούς και για αυτό δε πειράζει ακόμα πιο πολύ, ακόμη κι αν μας σκιστεί, και έτσι πήγαμε.
Το εστιατόριο ήταν κι αυτό χάλια είπε η μαμά στο τηλέφωνο μετά στη νονά μου που δεν ήρθε γιατί είχε ίωση, αλλά εγώ αυτό δε το κατάλαβα, και ούτε και με πείραξε καθόλου. Άλλα με πείραξαν.
Γιατί εκεί που είχαμε πάει να πετάξουμε τον αετό ήμασταν πολλοί και έπρεπε να συνεννοηθούμε πως θα γίνει και ποιος θα πάει που και τι θα κάνουν οι άλλοι και ποιος θα βοηθάει ποιόν και ποιος θα ξεκινήσει πρώτος να πετάει το δικό του, κι όλοι ήθελαν να πετάξουν το δικό τους πρώτοι γιατί ήτανε καλύτεροι (δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά έτσι έλεγαν) και μιλούσαν όλοι μαζί και δεν άκουγε κανένας (εκτός από μένα που ήμουνα βραχνιασμένη και δε μπορούσα να φωνάξω, οπότε άκουγα).
Ήταν και δύο παιδάκια που ήταν φίλοι, αλλά όλο μαλώνανε και τους είχαν τρελάνει όλους γιατί έλεγαν συνέχεια στους άλλους «πες εγώ δεν έχω τώρα δίκιο» και οι άλλοι δε ήξεραν τι να πούνε αλλά και όταν ήξεραν, τα παιδάκια δεν τους άκουγαν, γιατί συνέχιζαν να μαλώνουν κι όταν τους έλεγαν οι άλλοι μη μαλώνετε, έλεγαν δε μαλώνουμε, ιδέα σου είναι, κι εμείς είμαστε φίλοι και τέτοια… Αυτοί δεν τσακώνονταν τόσο για το χαρταετό όσο για το έξοδο απ’ το ευρώ (περισσότερα…)