Κείμενο συμβολής στον πολιτικό διάλογο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α

Posted: 21/12/2010 by Β.Χ. in ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Πολύ ενδιαφέρον κείμενο συμβολής συντρόφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν ανήκουν σε κάποια από τις οργανωμένες συνιστώσες της, που μοιράστηκε στη χθεσινή εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και που συγκέντρωσε 80 υπογραφές ανένταχτων:

Βαθαίνει όλο και περισσότερο η δομική κρίση του καπιταλισμού και εξαπλώνεται σταδιακά με τη μορφή της κρίσης χρέους στην επικράτεια της ευρωζώνης. Στα βήματα της Ελλάδας και της Ιρλανδίας φαίνεται ότι βαδίζει η Πορτογαλία, την ίδια στιγμή που ένα πέπλο αβεβαιότητας απλώνεται στην περιφέρεια αλλά και σε χώρες-πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ διέρχεται μια πρωτοφανή κρίση στρατηγικής, μιας και τα επιμέρους συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων φαίνεται αδύνατο να συναρθρωθούν στη συγκυρία σε ένα ηγεμονικό σχέδιο, πέρα από την ισοπέδωση των λαών της Ευρώπης και των κατακτήσεων σχεδόν ενός αιώνα. Μετά από πολλά χρόνια ανοίγεται μια αναβαθμισμένη δυνατότητα για την αποδυνάμωση των αστικών στρατηγικών, σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, μια δυνατότητα η οποία περνά μέσα από τη  νικηφόρα έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.

Στις συνθήκες όξυνσης της αντιλαϊκής πολιτικής και των μεγάλων ανοιχτών ερωτημάτων, οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου θα πρέπει να αποτελέσουν εφαλτήριο συζήτησης και συλλογικού προβληματισμού για την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προκειμένου να χαραχθεί εκείνη η κατεύθυνση που θα φέρει το επόμενο διάστημα τον λόγο και την πρακτική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δυναμικά στο προσκήνιο. Τα αποτελέσματα που κατέγραψε η αντικαπιταλιστική αριστερά αποτελούν μια ιστορική τομή για τον χώρο αυτό, και γεμίζουν αυτοπεποίθηση και ελπίδα όλο το δυναμικό που στρατεύτηκε ή στήριξε το εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αποστοίχηση μεγάλων μερίδων του εκλογικού σώματος (περίπου 1.800.000) από τα αστικά πολιτικά κόμματα  σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα μειωμένη συμμετοχή (51% στον πρώτο γύρο και 35% στον δεύτερο), αποτυπώνουν την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, και μια ιδιαίτερα διευρυμένη και αδιαμόρφωτη πολιτικά δυσαρέσκεια απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, το μνημόνιο, αλλά και συνολικότερα απέναντι στο πολιτικό σύστημα – όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Η αδυναμία διατύπωσης με υλικούς όρους ενός σχεδίου κοινωνικής συμμαχίας από την πλευρά της ηγεμονικής μερίδας της άρχουσας τάξης δημιουργεί μια δυναμική κρίσης και απαξίωσης των αστικών θεσμών εξουσίας. Μολονότι τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δίνουν τα δείγματα ελπίδας ανασύνταξης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, όλο το τελευταίο εξάμηνο το κίνημα βρισκόταν σε ύφεση.  Στην γενικότητα της, η τελευταία περίοδος, δεν συνοδεύεται από ευρύτερους λαϊκούς αγώνες με διάρκεια και αποφασιστικότητα, που θα αμφισβητούν στον πυρήνα του το αστικό κράτος και θα προτάσσουν μια εναλλακτική πολιτική πρόταση εξουσίας, γεγονός που σχετίζεται άμεσα και με την πολιτική έκφραση και πρακτική της αριστεράς. Χαρίζεται έτσι, έστω και δια της ατόπου, πίστωση χρόνου στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στο ΔΝΤ και στην ΕΕ, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όπου αυτό που διαφαίνεται να υλοποιείται είναι μια ιστορική επαναδιαπραγμάτευση των ταξικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Αντικαπιταλιστική και ρεφορμιστική αριστερά στον φόντο των εκλογών
Στο επίπεδο της αριστεράς, οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου  αποτύπωσαν χαρακτηριστικά μια σειρά κοινωνικών διεργασιών οι οποίες εξελίσσονται όλο αυτό το χρονικό διάστημα  (είτε με τις θετικές είτε με τις αρνητικές τους όψεις). Τα αυξημένα ποσοστά όλων σχεδόν των εκδοχών της αριστεράς λιγότερο συνιστούν μια συνολικότερη διαδικασία αλλαγής των συσχετισμών, και περισσότερο αποτυπώνουν μια μειοψηφική ενσωμάτωση της δυσαρέσκειας και μια στάση αναμονής. Κάτι τέτοιο διόλου δεν υποτιμά τα εξαιρετικά αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη δυναμική που αποτυπώνουν, ωστόσο η συνολική εικόνα δεν διαμορφώνεται αποκλειστικά από αυτό.
Μολονότι φαίνεται ότι υπάρχει ένα διευρυμένο κοινωνικό ρεύμα ενάντια στην πολιτική του μνημονίου και με δυνατότητα να αποκτήσει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, η απουσία εξ αριστερών μιας πειστικής εναλλακτικής πολιτικής στρατηγικής (μεταβατική στοχοθεσία, δημιουργία νέων ή αξιοποίηση υφιστάμενων δομών εκπροσώπησης των κοινωνικών χώρων) αφήνει, προς το παρόν, ανεκμετάλλευτη μια ιστορική ευκαιρία. Παρά την σοβούσα κρίση στο οικονομικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, είμαστε σε μια περίοδο ύφεσης για το λαϊκό κίνημα, και η επίσημη αριστερά αδυνατεί να εκφράσει το ρεύμα αυτής της αμφισβήτησης.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαφαίνεται η κρίση των υφιστάμενων πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς, παράλληλα με την όξυνση των αντιφάσεων στρατηγικής στο εσωτερικό τους. Για το ΚΚΕ, το θετικό εκλογικό αποτέλεσμα που κατέγραψε, αναδεικνύει την αναγνώριση μιας φυσιογνωμίας ιστορικού υπερασπιστή των ταξικών κεκτημένων από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και έναν παγιωμένο αντιευρωπαϊκό και αντισυστημικό λόγο, που υπονομεύεται παρόλα αυτά, από την εμμονή στην περιχαράκωση, την υποτίμηση της δυνατότητας για νίκες, έστω μερικές, των κινημάτων, τη μονομερή επένδυση στην εκλογική καταγραφή και την συνειδητά αφηρημένη πολιτική στοχοθεσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, είδε την προσέγγιση με το «σοσιαλιστικό χώρο» να μην αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς. Η ύπαρξη αντιθετικών στρατηγικών εντός του εγχειρήματος και η οργανωτική τους αποκρυστάλλωση με τη μορφή προσωπικών στρατηγικών, φαίνεται ότι αποδυνάμωσε την εκλογική του απεύθυνση, ειδικά συνδυαζόμενο με την απουσία ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου που να απαντά στα ερωτήματα και με την χρεωκοπία της επιχειρηματολογίας της φιλοευρωπαϊκής αριστεράς. Αν και δευτερεύον, απέδειξε πώς δεν ήταν δυνατό να σταθεί ως μετωπικό εγχείρημα στο ύψος των διακηρυκτικών του υποσχέσεων για μια αριστερά ενωτική, έστω και φετιχιστικά, ριζοσπαστική, συνθετική και πλατιά δημοκρατική, υποσχέσεις με αξιακό περιεχόμενο για ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου της αριστεράς. Η κρίση στην αριστερά αφορά κυρίως στην αποτύπωση της αποτυχίας μιας γραμμής ταξικού αμυντισμού η οποία ίσως για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζεται τόσο ξεκάθαρη. Η εκδοχή μιας συνδιαχειριστικής αριστεράς, η οποία μπορεί να εκφράζει λαϊκά συμφέροντα, ενώ παράλληλα με διάφορες παραλλαγές να εντάσσεται στο κάδρο του επίσημου πολιτικού σκηνικού, συμπιέζεται όλο και περισσότερο ως προς το τι τελικά μπορεί να εκπροσωπήσει στο νέο τοπίο που τείνει να διαμορφωθεί.
Οι υφιστάμενοι πολιτικοί σχηματισμοί αποτελούν την αντανάκλαση της πραγματικότητας αυτής. Η κρίση στην επίσημη αριστερά αποτυπώνει αυτήν την αντίφαση -η οποία στην βάση της είναι πολιτική- και αναδεικνύει ότι ένα αριστερό δυναμικό αναζητά μια πιο ριζοσπαστική πολιτική κατεύθυνση, ασκώντας κριτική τόσο στην μορφή όσο και στο περιεχόμενο των κυρίαρχων εκδοχών της αριστεράς. Παράλληλα όμως, αντιλαμβάνεται ότι η περίοδος είναι μια περίοδος κομβικών αλλαγών σε όλα τα επίπεδα και ότι αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσει ανεπηρέαστη όλη την αριστερά. Ότι οι κυρίαρχες εκδοχές της αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος της σύγκρουσης, αδυνατούν καν να εγκολπώσουν την δυσαρέσκεια σε βάρος της αποχής.
Η πολιτική συγκυρία αναμφισβήτητα αναβαθμίζει τον λόγο και τον ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Το αποτέλεσμα των εκλογών, σε ένα κομμάτι του, αποτυπώνει τη σταθεροποίηση της παρουσίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό τα τελευταία χρόνια. Τη δουλειά η οποία έχει γίνει σε κοινωνικούς χώρους, τη διεύρυνση των δικτύων και παρεμβάσεων σε νέους χώρους, σε επαρχιακές πόλεις κλπ.  Σε ένα δεύτερο επίπεδο, προκύπτει ως αποτέλεσμα του πολιτικού λόγου και του στίγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία τήρησε σαφείς αποστάσεις από ένα ρηχό αντιμνημονιακό λόγο που δεν έθετε επί της ουσίας τα ζητήματα του χρέους και της ΟΝΕ, στην κατεύθυνση «απόσπασης» δυναμικού από το ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως τέθηκε από τις δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ή όπως αφηρημένα προσπεράστηκε από την επιχειρηματολογία του ΚΚΕ. Ενός πολιτικού λόγου που περιέγραφε ένα πολιτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζόμενων στρωμάτων και ανίχνευε μια πολιτική στρατηγική για την επόμενη μέρα. Παράλληλα, αποτελεί επιβράβευση της παρουσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (έστω και ανεπίσημης) στις διεργασίες που αναπτύχθηκαν όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα στην αριστερά καθώς και της προγραμματικής της επιδίωξης για κοινή δράση στο κίνημα.
Ο υπερτετραπλασιασμός των ψήφων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μάλιστα με αρκετά ομοιογενή διασπορά σε εθνικό επίπεδο αντανακλά τις διεργασίες που πυροδοτούνται και παράλληλα τις αδυναμίες της επίσημης αριστεράς στην συγκυρία. Στο πολιτικό επίπεδο, αντανακλά την προσδοκία αριστερών κομματιών της κοινωνίας για την δημιουργία ενός πόλου της αριστεράς, ενωτικού και ριζοσπαστικού, ο οποίος θα θέτει τους όρους της δημιουργίας ενός ανατρεπτικού ρεύματος στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και θα καταφέρει να σηκώσει το βάρος της πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΔΝΤ, με φόντο την ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Για την επόμενη περίοδο
Την επόμενη περίοδο θα παιχθούν εξαιρετικά μεγάλα στοιχήματα για τη φυσιογνωμία, την παρουσία, την εμβέλεια, αλλά κυρίως τη συμβολή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στον αγώνα ανατροπής του μνημονίου και στην ιστορική έκβαση της μάχης αυτής.  Με γνώμονα τις αναγκαιότητες της περιόδου και την πολιτική αποτελεσματικότητα είναι κρίσιμο να υπηρετηθεί μια διπλή στοχοθεσία. Η πρώτη περιλαμβάνει την συμβολή μας στην συγκρότηση ενός λαϊκού κινήματος ανατροπής του μνημονίου και της κυρίαρχης πολιτικής, ενώ η δεύτερη στην ενίσχυση και παγίωση του αντικαπιταλιστικού ρεύματος. Κάτι τέτοιο εμπλέκει τόσο την εσωτερική συγκρότηση όσο και την εξώστρεφη παρουσία, και παρότι απαιτεί διεργασίες σε όλα τα επίπεδα (εσωτερικό διάλογο και πολιτικές πρωτοβουλίες) και αρκετό χρόνο, είναι επιτακτικό να προωθηθούν ταυτόχρονα.
1. Πολιτικές πρωτοβουλίες – ευρύτερα μέτωπα
Το πρώτο ζήτημα αφορά τη λήψη πολιτικών πρωτοβουλιών και τo σχηματισμό ευρύτερων μετώπων προς την κατεύθυνση συντονισμού και οργάνωσης της πάλης και της συγκρότησης ενός μαχητικού ανατρεπτικού ρεύματος μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πρωτοβουλίες που θα παρεμβαίνουν δυναμικά, οξύνοντας τις αντιφάσεις των πολιτικών σχεδίων της επίσημης αριστεράς, θα διερευνούν πεδία σύνθεσης και συντονισμού, θα βάζουν τα πραγματικά ερωτήματα στον ριζοσπαστικοποιούμενο κόσμο, διερευνώντας και τις αντίστοιχες απαντήσεις, και θα ανοίγουν τον δρόμο για μία σύγκρουση με ευνοϊκότερους όρους απέναντι στην κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Άλλωστε η συγκυρία αναβαθμίζει σημαντικά τον ρόλο και τον λόγο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, την δυνατότητά της να συμμετέχει όχι ως μια μειοψηφική αριστερή ουρά στις συμμαχίες και τα μέτωπα, αλλά ως ένας υπαρκτός και πιθανότατα ηγεμονικός πολιτικός πόλος. Είναι ίσως η πρώτη φορά που η εμβέλεια του πολιτικού προγράμματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι τέτοια που ασκεί πιέσεις, και σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνεται από κομμάτια της ρεφορμιστικής αριστεράς (ας σκεφτούμε πόσο μειοψηφικά ξεκίνησε το αίτημα της στάσης πληρωμών, που σήμερα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό κοινό τόπο, ή πολύ περισσότερο το αίτημα για έξοδο από το ευρώ και ρήξη με την ΕΕ).
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα πρέπει να εκτιμηθεί σε μια τέτοια βάση και όχι να παραμείνει στο επίπεδο μιας πρώτης ανάγνωσης, ευεπίφορης στην υποτροπή σε λογικές μαξιμαλισμού και απομονωτισμού. Ακόμη πιο επικίνδυνη είναι μια λογική που θεωρεί το εκλογικό ρεύμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν ένα ομοιογενές πολιτικό μπλοκ, με γραμμική δυναμική ανάπτυξης (100.000 και συνεχίζουμε). Αντίθετα, η δυναμική του συναρτάται σε υπολογίσιμο βαθμό από την προσδοκία την οποία σε ένα βαθμό εκφράζει, για τον ρόλο που θα διαδραματίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο χρονικό διάστημα στην αριστερά και στην κοινωνία. Αντανακλά την προσδοκία για μια αριστερά που θα καταφέρει να σηκώσει το γάντι της πολιτικής αντιπαράθεσης όχι διακηρυκτικά αλλά πραγματικά, που θα αποτελέσει το νεύρο και τον πυροδότη των εξελίξεων τόσο στο κίνημα όσο και στην υπόλοιπη αριστερά προκειμένου να αναστραφεί η υφιστάμενη αρνητική πραγματικότητα. Η προσδοκία αυτή εκφράζει μια πραγματική ανάγκη και εν πολλοίς είναι προϋπόθεση για την συγκρότηση ενός μαχητικού-ανατρεπτικού-ριζοσπαστικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία. Οι πρωτοβουλίες του επόμενου χρονικού διαστήματος και η κατεύθυνση τους θα καθορίσει ουσιαστικά αν αυτό το δυναμικό, το οποίο σε μια ιδιαίτερη συγκυρία πολώνεται προς την πλευρά μας, θα είναι κάτι περισσότερο από μια διαμαρτυρία στο εσωτερικό της αριστεράς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και αναγνωρίζοντας τις απαιτήσεις της συγκυρίας, η κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει να κινείται στα εξής επίπεδα:
1.      Κατοχύρωση της κοινής δράσης σε επίπεδο γειτονιών και εργασιακών χώρων για την ανατροπή του μνημονίου, με διαδικασίες βάσης και πραγματικής εμπλοκής του δυναμικού του κάθε χώρου.
2.      Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ενάντια στην εφαρμογή των πολιτικών του μνημονίου, με ένα πολιτικό πλαίσιο σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (στάση πληρωμών εξωτερικού χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, έξοδο από την ΟΝΕ, ρήξη με ΕΕ) που δεν θα επενδύει στον διαχωρισμό, αλλά επιθετικά θα επάγει πιέσεις στην υπόλοιπη αριστερά τόσο στις ηγεσίες όσο και στην βάση.
3.      Θα πρέπει να συγκροτήσει, να ενδυναμώσει και να μαζικοποιήσει το αντικαπιταλιστικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία.
Σχετικά με τις εξώστρεφες πρωτοβουλίες, ιδιαίτερη σημασία έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανοίξει την κουβέντα της αποχής, την κουβέντα για εκείνες της μερίδες του λαού οι οποίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους εκτός της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας (είτε επιθετικά, είτε με τη μορφή της πολιτικής αδιαφορίας). Ίσως να είναι από τα πιο δύσκολα ερωτήματα, για αυτό το λόγο άλλωστε κανένας πολιτικός χώρος δεν καταφέρνει να απαντήσει πραγματικά, μολονότι όλοι επικαλούνται αυτό το ρεύμα. Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης στο έδαφος της ευρύτερης κρίσης (και όχι μόνο), εδράζεται κυρίαρχα στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ενσωματώνει λαϊκά αιτήματα. Η σύγκλιση των αστικών πολιτικών κομμάτων τις τελευταίες δεκαετίες στην σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, οδηγεί διευρυμένα στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο στην οικονομική εξαθλίωση (όπως είχαμε συνηθίσει ένα προηγούμενο διάστημα να αναλύουμε), αλλά και στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος ως τέτοιου. Ιδιαίτερη βαρύτητα στην διαδικασία αυτή έχει η νεολαία η οποία βιώνει με εξαιρετικά έντονο τρόπο τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την ανεργία και κυρίως την απουσία προοπτικής έστω αυτής της ατομικής διεξόδου. Παρότι η μορφή η οποία παίρνει το φαινόμενο αυτό, μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις και δεν οδηγεί απαραίτητα σε έναν αριστερό ριζοσπαστισμό (ούτε καν σε μια αριστερού προσανατολισμού ανάλυση), είναι σίγουρο ότι στο εσωτερικό του περικλείει και σκληρά καταπιεζόμενες μερίδες της εργατικής τάξης και ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να αποπειραθεί να συνδεθεί με αυτά τα στρώματα της κοινωνίας.
2. ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Εσωτερική λειτουργία και δημοκρατική οργανωτική συγκρότηση
Η εσωτερική συζήτηση, ο τρόπος και οι χρόνοι διεξαγωγής της, αποτυπώνουν, εν πολλοίς, τις αντιφάσεις της εσωτερικής μας λειτουργίας. Η οργανωτική δομή και λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθόλου δεν αντανακλά την αριστερά που αυτή επικαλείται και προσδοκά, και ούτε αυτό που αντιλαμβάνεται και το ίδιο το κοινωνικό ακροατήριο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιλάμε για την αριστερά που θα καταφέρει όχι απλά να συγκολλήσει το δυναμικό των οργανώσεων, αλλά που θα επιτύχει να εμπλέξει όλο εκείνο το δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και να το διευρύνει· να δώσει μια απάντηση σε ένα αρκετά δύσκολο ερώτημα για την σύγχρονη αριστερά, αυτό της κατοχύρωσης μιας ουσιαστικής δημοκρατίας για τα μέλη και τους αγωνιστές, υπερβαίνοντας την «δημοκρατία» των κονκλαβίων και των ηγεσιών. Ωστόσο, η σημερινή πρακτική απέχει αρκετά από μια τέτοια προσέγγιση. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή και η δουλειά των αγωνιστών του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο του Κεντρικού Συντονιστικού και η εσωτερική δημοκρατία υποκαθίσταται δια της τεθλασμένης της εσωτερικής δημοκρατίας των οργανώσεων. Οι όποιοι προβληματισμοί και διαφωνίες δε διαπερνούν το σύνολο του μορφώματος, καθώς δεν υπάρχει η εσωτερική δομή για να γίνει κάτι τέτοιο, παρά μόνο μπορούν να φιλτραριστούν μέσα από το πρίσμα του  διαλόγου μεταξύ των οργανώσεων.
Το βασικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί από τον κόσμο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (οργανωμένο και μη), είναι το εάν θέλουμε  μια συνεργασία οργανώσεων ή επιδιώκουμε έναν αυτοτελή πολιτικό φορέα, έναν ενιαίο πολιτικό σχηματισμό με εκλεγμένα όργανα και αυτοτελείς διαδικασίες, με τη δική του δυναμική, που θα παρεμβαίνει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η μια ή η άλλη επιλογή οριοθετεί σε  μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες και τους μετασχηματισμούς. Οι αντιφάσεις, οι δυστοκίες και οι παλινωδίες ως προς το θέμα της λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίζονται, ακριβώς διότι η δημοκρατική λειτουργία θα αναβάθμιζε το ρόλο του ίδιου του εγχειρήματος μειώνοντας de facto τις πολιτικές επενέργειες των οργανωτικών συσχετισμών και τους βαθμούς ελευθερίας των οργανώσεων, ως τέτοιων, μέσα σε αυτό. Εάν σε αυτό το σημείο ακολουθηθεί η πεπατημένη, η ισορροπίστικη δηλαδή διαχείριση μεταξύ των οργανώσεων και όχι το άνοιγμα των αντιθέσεων στη βάση, τότε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα παραμείνει κατά βάση μια εκλογική συμμαχία, χάνοντας μια ιστορική ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός πρωτότυπου μορφώματος που προοπτικά θα αποκτούσε στέρεες βάσεις με την ίδια την κοινωνία.
Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι υποτιμούμε την οργανωτική ένταξη, ειδικά αν αυτή συνοδεύεται από συνθήκες ουσιαστικής λειτουργίας και πολιτικού διαλόγου στο εσωτερικό του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι τότε που αποτελεί το δυνατότερο όπλο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, όπως αποδείχθηκε ιστορικά και στις κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης. Υπ’αυτό το πρίσμα άλλωστε επιδιώκουμε το βάθεμα της οργανωτικής λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και υπ’αυτό το πρίσμα θεωρούμε κομβικό για την αναβάθμιση αυτή το ρόλο των οργανώσεων που την απαρτίζουν. Ειδικά όσες είναι σε θέση να αντιληφθούν τα διακυβεύματα της περιόδου, κατανοώντας ότι ο μετασχηματισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί παρά να διαπερνά και να μετασχηματίζει εξίσου τον τρόπο λειτουργίας, τις δομές και τη φυσιογνωμία των οργανώσεων. Κατ’ επέκταση, αυτό σημαίνει ότι αν δεν ξεπεραστεί θετικά το παραδοσιακό modus operandi των οργανώσεων, τότε θα συνεχίσουν ν’ αναπαράγονται οι σημερινές αντιφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα, η αναβάθμιση της πολιτικοοργανωτικής λειτουργίας θα διαμορφώσει άλλο ρόλο και ευθύνη στο κάθε μέλος και μπορεί εν δυνάμει να θέσει και συνολικότερα το ερώτημα αν η υφιστάμενη δομή της πολυδιάσπασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι προωθητική στην συγκυρία, και εάν μπορούν να βρεθούν πεδία ευρύτερων πολιτικών συνθέσεων και συγκλίσεων, οι οποίες να εξελίσσουν και να υπερβαίνουν την υφιστάμενη μεταβατική δομή και τον κατακερματισμό των οργανώσεων.
Μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν αποτελεί μια γραμμική εξέλιξη και προβολή των παραπάνω, θεωρούμε ότι αναγκαίο βήμα για την επαναστατική πολιτική αποτελεί η συγκρότηση ενός μαζικού κομμουνιστικού φορέα που να εξειδικεύει την πολιτική του γραμμή στους εργασιακούς χώρους και να μπορεί να στρατεύει εργαζόμενους στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Ενός φορέα, που ενώ θα υπερβαίνει αντιθέσεις που ανάγονται σε μια άλλη εποχή του κομμουνιστικού κινήματος, θα αναγνωρίζει τη διακριτότητα των πολιτικών ρευμάτων και θα ενοποιεί το δυναμικό του στη βάση της πιο πλατιάς συζήτησης και δημοκρατικής λειτουργίας. Δεν προσπαθούμε να υπερβούμε τις πραγματικές αντιθέσεις, τα αντικειμενικά όρια που θέτει η συγκυρία και τους υποκειμενικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν τις πολιτικές συγκλίσεις. Ωστόσο, οι όροι για το άνοιγμα ενός πολιτικού διαλόγου είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτοί. Πιστεύουμε τελικά πως ο πόλος της ριζοσπαστικής – κομμουνιστικής αριστεράς δεν είναι υπόθεση (ενός κάποιου) μέλλοντος αλλά ζωντανό παρόν.
Στο επίπεδο του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι σαφές ότι η εσωτερική λειτουργία και δημοκρατία, δεν χτίζεται μόνο μέσα από τις δομές. Αυτές μπορούν να παίξουν προωθητικό ρόλο, όμως η τελική έκβαση καθορίζεται από την πολιτική βούληση του δυναμικού και των συλλογικοτήτων που συμμετέχουν σε αυτό και το πραγματικό προχώρημα των πολιτικών συγκλίσεων. Η οργανωτική συγκρότηση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να μπαίνει σαν μια ακόμα διαπάλη οργανώσεων για την κατοχύρωση καλύτερων θέσεων μάχης στο εσωτερικό, μια μάχη για τους συσχετισμούς (αν και σίγουρα έχει και τέτοιες διαστάσεις). Μια τέτοια ιεράρχηση θα αγνοούσε τις ευθύνες που γεννά η συγκυρία, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη δυνατότητα που μας δίνεται να απευθυνθούμε ανοιχτά σ’ ένα διευρυμένο κομμάτι κόσμου, να στεριώσουμε δεσμούς και να πάρουμε πρωτοβουλίες. Συνεπώς, η επίλυση του οργανωτικού ζητήματος και του ζητήματος της εσωτερικής δημοκρατίας θα πρέπει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας συνολικής πολιτικής λογικής ανοίγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι  απλής εσωτερικής ενδοσκόπησης.
Ως πρακτική απόληξη, θεωρούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προχωρήσει στην πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη το επόμενο χρονικό διάστημα. Στην κατεύθυνση αυτή, βασικά ζητούμενα είναι η αναζωογόνηση των Τοπικών Επιτροπών, η καθιέρωση της αρχής ένα μέλος μία ψήφος, η συγκρότηση αιρετού Πανελλαδικού Σώματος από εκπροσώπους των επιτροπών του ΑΝΤΑΡΣΥΑ (τοπικές, κλαδικές) το οποίο θα εκλέγει και το Κεντρικό της Συντονιστικό όργανο με τρόπο που θα κατοχυρώνει την έκφραση όλων των αντιλήψεων στο εσωτερικό του. Το Πανελλαδικό Σώμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει μέσα από τις διαδικασίες του να επιλύει αυτοτελώς ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, να ορίζει το πολιτικό πλαίσιο δράσης και να προωθεί την θεωρητική της ανάλυση. Κρίσιμη θεωρούμε τη λειτουργία των επιτροπών στην εσωτερική δημοκρατία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι καταστροφικό για την πορεία του εγχειρήματος να θεωρούνται ως ιμάντες μεταβίβασης της γραμμής του ΚΣ στους κοινωνικούς τους χώρους. Αντίθετα, οι επιτροπές ως κυτταρικές δομές θα πρέπει να αντανακλούν το δυϊσμό που χαρακτηρίζει τη μετωπική του λειτουργία, δηλαδή ούτε Ο.Β. ούτε σχήματα. Θα πρέπει να είναι δομές που θα εξειδικεύουν, θα εμπλουτίζουν και εν τέλει θα παράγουν πολιτική γραμμή για τους κοινωνικούς τους χώρους, τροφοδοτώντας γόνιμα με τις αποσπασματικές τους εμπειρίες και ανάλογα με το ειδικό τους βάρος την αντιπαράθεση και το διάλογο στο Πανελλαδικό Σώμα και στο ΚΣ, χωρίς ωστόσο να υποκαθιστούν τις κεντρικές λειτουργίες του μορφώματος. Οφείλουν τελικά οι Τοπικές και κλαδικές επιτροπές να έχουν σαφή αποφασιστικό χαρακτήρα, καθώς η έλλειψη αυτή τις υποβιβάζει σε χώρους αποκλειστικά πολιτικών ζυμώσεων χωρίς τη δυνατότητα διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων. Είναι βέβαια αυτονόητο πως όλα τα όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να συνεδριάζουν ανοιχτά, και κάθε μέλος θα μπορεί να τις παρακολουθήσει. Τέλος, η συγκρότηση και θεματικών επιτροπών του ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι κρίσιμη για την επεξεργασία και παραγωγή μιας μάχιμης και σύγχρονης πολιτικής γραμμής, για το πραγματικό βάθεμα των πολιτικών συγκλίσεων και την τροφοδότηση του διαλόγου μέσα στο ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θεωρούμε σημαντικό να ανοίξει ο πολιτικός διάλογος πάνω στα κρίσιμα ζητήματα παρέμβασης στη συγκυρία (όπως π.χ. αυτό του εργατικού κινήματος), σε θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα που ανοίγουν στην αριστερά, και τελικά τον διάλογο για τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα, αντιλαμβανόμενοι πως οι πολιτικές συγκλίσεις μπορούν να επιτευχθούν μόνο σε πεδίο ζωντανής πολιτικής αντιπαράθεσης όπου τα πολιτικά υποκείμενα κρίνουν και κρίνονται στα πλαίσια ενός οροθετημένου διαλόγου.
Τα καθήκοντα που μπαίνουν, αλλά και αυτά που διαφαίνονται για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, θα είναι μεγάλα και κρίνουν τελικά την έκβαση μιας ιστορικής μάχης. Η δυνατότητα να ανταποκριθούμε σ’ αυτά και να συμβάλλουμε στην δημιουργία ενός κινήματος ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής, στη δημιουργία ευρύτερων λαϊκών συμμαχιών και συσπειρώσεων, θα πρέπει να είναι η βασική στοχοθεσία του επόμενου χρονικού διαστήματος. Που δε θα την προσπερνά η συγκυρία, αλλά που θα διαμορφώνει στο εσωτερικό, αλλά και στο εξώστρεφο επίπεδο, τους όρους προκειμένου να μη δούμε μια ακόμα χαμένη άνοιξη….
Posted by Ευρυτερος at 12:44

Σχόλια
  1. Ο/Η πάτερ Ανυπόμονος λέει:

    Το κείμενο και η Ανταρσυα κάνουν ενα βασικό λάθος, Στον κόσμο δεν υπάρχει αντικαπιταλιστική διάθεση, αλλά επιθυμία για μια ήσυχη ζωή, με κοινωνικό κράτος. Σαφώς αυτά σημαίνουν σήμερα ρήξη με την Ε.Ε. και μπορούν να ανοίξουν διάφορους δρόμους. Ομως νικηφόρο θα βγεί ενα ευρύτερο της αριστεράς μέτωπο. Οταν ακόμη και η εκκλησία της Ελλάδας, μιλάει για ξένη κατοχή, εμφανίζεται ο Θεοδωράκης κ.λ.π χρειάζεται ένα μέτωπο μεγάλης απεύθυνσης. Φρονώ οτι όχι μόνο η Ανταρσυα, αλλά η πλειοψηφία της αριστεράς δεν το έχει καταλάβει. Θα κερδίσει πολιτικά αυτός που θα μιλήσει-οχι με αντικαπιταλιστικές κορώνες- αλλά στο όνομα του έθνους. Οπως ακριβώς έγινε και κατά την διάρκεια της κατοχής.
    Το ίδιο πρόγραμμα( στάση πληρωμών-αποδέσμευση απο την Ε.Ε.-εθνική και κοινωνική απελευθέρωση) μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς αντικαπιταλιστικές παράτες. Πάρτε για παράδειγμα το ΚΚΕ. Ποιός εχέφρων άνθρωπος θα προτιμούσε μια κοινωνία με κεντρικό σχεδιασμό; ακόμη και απο την σημερινή η και την αυριανή Ελλάδα; Δυστυχώς αυτή η αριστερά (Ανταρσυα, ΚΚΕ, πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ) οχι μόνο δεν μπορεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι σε θέση να κάνει και πολιτική. Για αυτό θα υπάρξουν δυσάρεστες πολιτικές εκπλήξεις. Αλλοι θα εκφράσουν τον Λαϊκό θυμό και η αριστερά θα λέει τον απλό κόσμο φασίστες.
    Τέλος απο ότι θυμάμαι την στάση πληρωμών την έβαλε στην συζήτηση ο Σπύρος ο Μαρκέτος, είναι ο πρώτος που την υποστήριξε. Οσο για την έξοδο απο το ευρώ και τις καταστροφικές συνέπειες της ένταξης στην ΟΝΕ, αλλά και στην Ε.Ε. είναι άλλοι που έχουν μιλήσει προ πολλών ετών και όχι ο χώρος της Ανταρσυα. Εξ΄άλλου -για να μην τρελαθούμε- το Ναρ και το ΣΕΚ είχαν υοθετήσει-μαζί με άλλες δυνάμεις της αριστεράς, τον ΣΥΝ, το ΚΚΕ σήμερα,- την θέση της ισχυρής και ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, που παρουσίαζε και το κυρίαρχο αστικό μπλογκ. Αρα για πια εμβέλεια ιδεών και ποιανών μιλάμε; για να βάζουμε τα ζητήματα στην θέση τους.
    Ακόμη πρέπει να έχουν αίσθηση, οτι αν ο Αλέκος ο Αλαβάνος ήταν επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θα είχαν τα μισά τουλάχιστον ποσοστά. Οι περισσότεροι ψήφοι τους «κερδίθηκαν» απο τον φραξιονισμό του Βούτση και του Τσίπρα, που δεν ήθελαν τον Αλαβάνο και την πολιτική αποτυχία του τελευταίου να πείσει ευρύτερα αριστερά ακροατήρια. Βλέπω έλλειμμα αυτογνωσίας, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μετωπική σύγκρουση της ανταρσυας με την ανταρσυα….
    Καλό βράδυ…

Σχολιάστε