Διήγημα
της Ολγας Μοσχοχωρίτου
Ετρεχε.
Αν κάποιος τη φωτογράφιζε με μηχανή υψηλής ευκρίνειας που θα μπορούσε να συλλάβει τον στιγμιαίο διασκελισμό της, τους μύες του σώματός της τεντωμένους στο έπακρο, το σφιγμένο στόμα της, τα μάτια της που έσταζαν αίμα, θα αποτύπωνε στο χαρτί μια μαύρη τρομαγμένη γαζέλα. Η ίδια φωτογραφία σε κοντινότερο πλάνο θα έδειχνε τα χέρια της που έκλειναν σε γροθιές, να κρατάνε ψηλοτάκουνα πέδιλα, ροζ περλέ, στραβοπατημένα κάπως.
Αν πάλι κάποιος ζωγράφος αναλάμβανε το ρίσκο να τη ζωγραφίσει, δεν θα του χρησίμευαν τα πινέλλα, ούτε τα χρώματα, παρά μόνο ένα μαύρο καρβουνάκι. Μ’ αυτό ίσως κατάφερνε να σκιτσάρει το μικρό περήφανο αιλουροειδές, που ξέφυγε από την οικεία του ζούγκλα για να βρεθεί στην άσφαλτο κυνηγημένο από αχρείους εισβολείς, κυνηγούς κεφαλών ή δερμάτων.
Ετρεχε λοιπόν. Για πρώτη φορά χρησιμοποιούσε για να προστατέψει τον εαυτόν της, τη δύναμη που της χάρισε η φύση . Δυνατά πόδια, γεμάτη αναπνοή και διασκελισμό που κάποτε, πριν από αιώνες, θα είχαν σώσει πολλούς προγόνους της από αντιπάλους άγριους αλλά έντιμους. Θηρία της ζούγκλας ή αλλόφυλους.
Εκείνη τώρα άκουγε μόνο τη φωνή της μητέρας της που της φώναζε μέσα από καπνούς «τρέξε Αϊντα, τρέξε».
Η άσφαλτος έκαιγε. Απομεσήμερο ενός καυτού Ιούλη κι η Πειραιώς έγερνε κάπως ηττημένη από τη λαύρα. Οι πίδακες της πλατείας Ομονοίας ξέρναγαν ψεύτικο νερό που δεν είχε τίποτε να δροσίσει. Ακόμα και οι άστεγοι μετανάστες θα μαζεύονταν εκεί μετά τη δύση του ηλίου. Προσωρινά κρύβονταν σε στενά κι ερείπια ακατοίκητα, ακολουθώντας τη σκιά των κτηρίων μιας και τα δέντρα είχαν πεθάνει πριν από αυτά. (περισσότερα…)