Μια ακόμα αφορμή για συζήτηση: Για την εσωκομματική δημοκρατία (αναδημοσίευση από το www.dea.org.gr)

Posted: 18/12/2009 by Γιάννης Χ. in Αριστερά
Ετικέτες:
 

Κάθε αφορμή για συζήτηση πάνω στο θέμα της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι ευπρόσδεκτη. Μετά την πάλι  ανάδειξη του θέματος με την συζήτηση που προκλήθηκε πριν από την 3η ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ, η αναδημοσίευση του άρθρου του John Molineux είναι μια ακόμα καλή ευκαιρία για σχολιασμό και συζήτηση, παρά τις όποιες διαφωνίες θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει  είτε στην ανάλυση που επιχειρείται είτε σταO συμπεράσματα που καταλήγει.

Του John Molyneux

Αναδημοσίευση από το «International Socialism Journal», Τεύχος 124 – Οκτώβρης 2009

Αναδημοσίευση από το http://www.dea.org.gr/index.php?option=com_frontpage&Itemid=1
Μετάφραση: Πάνος Πέτρου, Σταύρος Σεργίου

 «Αυτό που χρειάζεται να πούμε είναι ότι τα πρώτα πράγματα που συνήθως ξεχνιούνται είναι ακριβώς τα βασικά και τα πιο στοιχειώδη… Το πρώτο από αυτά είναι ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, ηγέτες και ακόλουθοι… Στη διαδικασία συγκρότησης μιας ηγετικής ομάδας πρέπει να κυριαρχεί ένα θεμελιώδες ζήτημα: εύχεται κανείς να υπάρχει πάντα ηγεσία και καθοδηγούμενοι, ή εύχεται να δημιουργηθούν οι όροι ώστε η αναγκαιότητα αυτής της διαίρεσης να εξαφανιστεί;… Παρ’ όλα αυτά είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι ο διαχωρισμός σε ηγέτες και ακόλουθους, αν και σε τελευταία ανάλυση πηγαίνει πίσω στο διαχωρισμό μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, είναι υπαρκτός, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ακόμη και στο εσωτερικό μιας ομάδας, όσο κοινωνικά ομογενοποιημένη και αν είναι… και ακριβώς σε αυτό το ζήτημα γίνονται τα πιο σοβαρά “λάθη”… Θεωρείται ότι, όταν οι αρχές μιας ομάδας έχουν ξεκαθαριστεί, η υπακοή θα πρέπει να είναι αυτόματη… ή ακόμη και ότι δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης γι’ αυτό… Έτσι είναι δύσκολο να αποβάλουν οι ηγέτες τις δικτατορικές συνήθειες, δηλαδή την πεποίθηση ότι κάτι θα γίνει, επειδή ο ηγέτης νομίζει ότι είναι σωστό και λογικό ότι πρέπει να γίνει: εάν αυτό δεν γίνει, η “ευθύνη” βρίσκεται σε αυτούς οι οποίοι “όφειλαν να” κ.λπ.».[1]

 Αυτό το άρθρο εξετάζει το πολυσυζητημένο θέμα της δημοκρατίας στο εσωτερικό του κόμματος κάτω από το πρίσμα της μαρξιστικής παράδοσης, καθώς και της πρόσφατης και παλιότερης εμπειρίας. Εξετάζει την αμφισβήτηση για τη μαρξιστική θεωρία του κόμματος από το γερμανό κοινωνιολόγο Robert Michels, με την πεποίθηση ότι αντιμετωπίζοντας και προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτή την αμφισβήτηση, θα βοηθήσει στην κατανόηση της πραγματικής φύσης του προβλήματος. Στη βάση αυτή επιδιώκει να αναδιατυπώσει το θέμα της εσωκομματικής δημοκρατίας με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που το αντιμετωπίζει συνήθως η Αριστερά, δηλαδή σαν ένα στόχο που πρέπει συνεχώς να προσπαθούμε να πετύχουμε και όχι σαν ένα πρότυπο που απλά πρέπει να ακολουθήσουμε.

Η παράδοση
Όταν το 1847 ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς συμμετείχαν στην Ένωση των Δικαίων, μια διεθνή μυστική κοινότητα που την αποτελούσαν κυρίως γερμανοί τεχνίτες, που μετατράπηκε στη συνέχεια στην Κομμουνιστική Ένωση και για την οποία έγραψαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μεταξύ άλλων υπήρχε ο όρος ότι «η οργάνωση θα είναι απολύτως δημοκρατική, με εκλεγμένη και ανακλητή ηγεσία».[2]

Αυτός ο όρος ήταν κεντρικός στη νέα θεώρηση του κόσμου και την πολιτική πρακτική που έπεισαν την ένωση να ακολουθήσει, δηλαδή την αντίληψη της ταξικής πάλης που περιέγραφαν στο Μανιφέστο, σύμφωνα με την οποία ο μετασχηματισμός της κοινωνίας –η επανάσταση– θα γινόταν από την ίδια την εργατική τάξη. Πριν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και πριν από την εμφάνιση της νέας εργατικής τάξης, η επικρατούσα μορφή της επαναστατικής οργάνωσης ήταν αυτή μιας μυστικής συνωμοτικής ένωσης –ένα μοντέλο που κληρονομήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789– που οραματιζόταν το μετασχηματισμό της κοινωνίας μετά από ένα πραξικόπημα που θα οργανωνόταν από λίγους αφοσιωμένους και φωτισμένους. Ο Μάρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν την εσωκομματική δημοκρατία κρίσιμο μέσο για τους επαναστάτες στην πάλη τους ενάντια σε αυτή την –αστική στην ουσία της– αντίληψη για την επανάσταση. «Αυτή και μόνο (η δομή ενός δημοκρατικού κόμματος) μπορεί να σταματήσει τις επιθυμίες για συνωμοτική δράση, που απαιτούν δικτατορία».[3]

Η δέσμευση λοιπόν για εσωκομματική δημοκρατία καταγράφηκε στην παράδοσή μας από το ξεκίνημα και επαναβεβαιώθηκε πολλές φορές από τότε.

«Ενότητα στη δράση, ελευθερία στη συζήτηση και την κριτική. Μόνο μια τέτοια πειθαρχία είναι αντάξια του δημοκρατικού κόμματος της πρωτοπορίας της τάξης… το προλεταριάτο δεν αναγνωρίζει την ενότητα στη δράση χωρίς την ελεύθερη συζήτηση και κριτική» έγραψε ο Λένιν.[4]

Ο Λέον Τρότσκι έγραψε για το μπολσεβίκικο κόμμα:
«Το κόμμα λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα όχι μόνο οι γραμμές του να είναι πάντα αυστηρά οριοθετημένες, αλλά και όποιος μπαίνει στις γραμμές του να έχει την άνεση και το δικαίωμα να συμμετέχει στον καθορισμό της πολιτικής του κόμματος. Η ελευθερία στην κριτική και οι ιδεολογικές συγκρούσεις αποτελούν ουσιαστικό συστατικό της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η δοξασία ότι ο Μπολσεβικισμός δεν ανέχεται φράξιες αποτελεί μύθο της εποχής της παρακμής. Στην πραγματικότητα η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι ιστορία αγώνων φραξιών. Και πράγματι, πώς μπορεί ένας γνήσια επαναστατικός οργανισμός, που βάζει στον εαυτό του το καθήκον να ανατρέψει την εξουσία παγκόσμια και να ενώσει κάτω από τη σημαία του τους πιο ριζοσπάστες αμφισβητίες, μαχητές και εξεγερμένους, να ζήσει και να αναπτυχθεί χωρίς διανοητικές συγκρούσεις, χωρίς ομαδοποιήσεις και προσωρινή ίδρυση φραξιών;»[5]

Παρόμοια, ο Duncan Hallas έγραφε το 1971:
«[Ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα] δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά μόνο σε εντελώς δημοκρατική βάση. Αν στην εσωτερική ζωή, η ζωντανή αντιπαράθεση δεν αποτελεί τον κανόνα και διάφορες τάσεις και αποχρώσεις απόψεων δεν εμφανίζονται, ένα σοσιαλιστικό κόμμα δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από το επίπεδο μιας σέχτας. Η εσωκομματική δημοκρατία δεν αποτελεί προαιρετική επιλογή. Είναι θεμελιώδης στις σχέσεις μεταξύ των μελών του κόμματος και σε αυτούς ανάμεσα στους οποίους δουλεύουν».[6]

Πρέπει να προστεθεί ότι αυτό δεν είναι ζήτημα μόνο για τα μαρξιστικά επαναστατικά κόμματα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών οργανώσεων –συνδικάτα, κόμματα, κινήσεις (καμπάνιες), συνεταιρισμοί, όμιλοι, σύλλογοι, κ.λπ.– είναι συγκροτημένα με στοιχειώδεις δημοκρατικές διαδικασίες και δημοκρατικά καταστατικά. Η εργατική τάξη είναι σοσιαλιστική τάξη επειδή, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, είναι μια δημοκρατική τάξη. Ο οικονομικός ρόλος και η θέση της εργατικής τάξης, η λειτουργία και ο κρίσιμος ρόλος της στην παραγωγή, το ότι παράγει τον όγκο του πλούτου συγκεντρωμένη σε μεγάλους εργασιακούς χώρους και πόλεις και η δυνατότητά της για έναν παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, της δίνει: α) τη δύναμη να νικήσει την τάξη των καπιταλιστών, β) την ικανότητα να προχωρήσει σε μια πλήρως αταξική κοινωνία, επειδή μπορεί να είναι και τα δύο συγχρόνως και παραγωγική και κυρίαρχη τάξη. Με άλλα λόγια, μπορεί να δημιουργήσει τις δομές (Παρισινή Κομμούνα, Σοβιέτ, εργοστασιακά συμβούλια κ.ά.) οι οποίες της δίνουν τη δυνατότητα να ελέγχει την παραγωγή και να κυβερνά την κοινωνία δημοκρατικά.

Η εμπειρία
Όμως… Όμως όποιος γνωρίζει ελάχιστα από την ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος και όποιος είχε οποιαδήποτε εμπειρία από αυτό τα τελευταία 30 ή 40 χρόνια γνωρίζει ότι το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας υπήρξε ένα διαχρονικό ζήτημα.
Τα σταλινικά κόμματα αποτελούν το πλέον προφανές παράδειγμα. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης κάθε ίχνος και επίφαση δημοκρατίας εξαλείφθηκε από τη σταλινική αντεπανάσταση. Τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης, Κίνας, Βόρειας Κορέας, Βιετνάμ κ.λπ. περισσότερο ή λιγότερο ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο και αν τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης είχαν λιγότερο δρακόντεια χαρακτηριστικά, χωρίς να έχουν μυστική αστυνομία στη διάθεσή τους, μολαταύτα δεν ήταν καθόλου δημοκρατικά.

Τέλος πάντων, για μας σήμερα η αντιδημοκρατική φύση των σταλινικών κομμάτων βάζει ελάχιστα θεωρητικά προβλήματα. Είναι καθαρό ότι στα σταλινικά κράτη τα κομμουνιστικά κόμματα έγιναν εργαλεία της κυρίαρχης νέας γραφειοκρατικής άρχουσας τάξης και όχι της εργατικής τάξης και επομένως έπρεπε να είναι υπερβολικά αντιδημοκρατικά. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να ξεπεραστεί η αντίφαση μεταξύ της πραγματικής λειτουργίας τους και των διακηρυγμένων στόχων τους.[7]

Κάτι παρόμοιο ισχύει για τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με τον διττό τους χαρακτήρα ως αστικά εργατικά κόμματα (όπως το έθετε ο Λένιν) –δηλαδή κόμματα με εργατική βάση και αστική ηγεσία και πολιτική. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μαζική εργατική βάση υποχρεώνει αυτά τα κόμματα να διατηρούν ορισμένα στοιχεία δημοκρατίας (συνέδρια με κάποια πραγματική συζήτηση, εκλεγμένη ηγεσία κ.λπ.), αλλά συγχρόνως αναπτύσσουν μηχανισμούς που αποτρέπουν την εργατική πλειοψηφία να επιβάλει τις θέσεις της. Στην περίπτωση των παλιών Εργατικών (το Νέο Εργατικό κόμμα έγινε ακόμα λιγότερο δημοκρατικό) οι δύο σημαντικότεροι από αυτούς τους μηχανισμούς ήταν η δυνατότητα να ελέγχουν τις ψηφοφορίες μέσω της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και η δυνατότητα τις κοινοβουλευτικής ηγεσίας να αγνοεί τις αποφάσεις των συνεδρίων του κόμματος.[8]

Μεγαλύτερη θεωρητική πρόκληση αποτελεί η επανεμφάνιση του ζητήματος της δημοκρατίας στις δηλωμένα αντι-σταλινικές, όχι σοσιαλδημοκρατικές ή ελευθεριακές οργανώσεις. Ας χρησιμοποιήσουμε μερικά παραδείγματα από την ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος. Καταρχήν υπήρχε η σύγκρουση μεταξύ του Μαρξ και του αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν, στην Πρώτη Διεθνή. Ο Μπακούνιν αποκήρυσσε τον εξουσιασμό του Μαρξ και τον αποκάλεσε «δικτάτορα του προλεταριάτου». Ο Μαρξ απάντησε κατηγορώντας τον Μπακούνιν για τη δημιουργία μιας μυστικής οργάνωσης στο εσωτερικό της Διεθνούς (τη Διεθνή Αδελφότητα, επίσης γνωστή ως Διεθνή Συμμαχία για τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία) στην οποία δεν υπήρχε κανενός είδους δημοκρατία παρά μόνο η χωρίς καμία εκλογή «συγκεντρωτική και αδιαφανής δικτατορία» του Μπακούνιν.[9] Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη διάσπαση μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων το 1903, ο Τρότσκι επιτέθηκε στον Λένιν, λέγοντας: «Στην πολιτική στο εσωτερικό του κόμματος, αυτές οι μέθοδοι οδηγούν στο… οι οργανώσεις του κόμματος να υποκαθιστούν το κόμμα, στη συνέχεια η κεντρική επιτροπή υποκαθιστά τις κομματικές οργανώσεις και τέλος ο δικτάτορας υποκαθιστά την κεντρική επιτροπή».[10] Την ίδια στιγμή η Ρόζα Λούξεμπουργκ επέπληττε τον Λένιν για το «υπερβολικό του άγχος στην επιδίωξή του να καθιερώσει την κηδεμονία μιας παντοδύναμης κεντρικής επιτροπής που γνωρίζει τα πάντα».[11]

Το διεθνές τροτσκιστικό ρεύμα τη δεκαετία του 1930 μαστιζόταν από παράπονα, διαμάχες και διασπάσεις πάνω σε πραγματικές ή υποθετικές παραβιάσεις της εσωκομματικής δημοκρατίας. Ο Τρότσκι τότε συχνά οδηγήθηκε στο να απηυδήσει και να θρηνήσει για τα μικροαστικά στοιχεία που ήθελαν να συνεδριάζουν και να συζητούν για πάντα. Στη σπουδαιότερη από αυτές τις διασπάσεις, αυτή του Αμερικάνικου Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος το 1939-40, το ζήτημα του «κομματικού καθεστώτος» με ευθύνη του Τζέιμς Π. Κάνον έπαιξε σημαντικό ρόλο.[12]

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρότυπο στην τροτσκιστική Αριστερά παρέμεινε γενικά το ίδιο. Στην πραγματικότητα σε κάθε διαμάχη κλίκας ή διάσπαση, και ήταν πάρα πολλές για να τις καταγράψουμε εδώ, το θέμα της εσωκομματικής δημοκρατίας εμφάνιζε το όχι και τόσο όμορφο πρόσωπό της. Στη μία πλευρά του συγκεκριμένου φάσματος η Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση (Socialist Labour League) / Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα, η οποία μετά από ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα γύρω στα 1956, εκφυλλίστηκε στην όλο και πιο ανεύθυνη προσωπική δικτατορία του «φιλόσοφου» και «νταή» ηγέτη της Τζέρι Χίλι. Ο Χίλι ανέπτυξε ένα συνδυασμό από μια ιδεαλιστική εκδοχή της διαλεκτικής και τις τελείως υλιστικές γροθιές για να τρομοκρατεί διανοούμενους και αγωνιστές εργάτες, μέχρι την τελική του κατάρρευση το 1986 εν μέσω κατηγοριών για συστηματική σεξουαλική κακοποίηση συντροφισσών. Στην άλλη άκρη ήταν η «υπερ-δημοκρατική» Διεθνής Μαρξιστική Ομάδα (International Marxist Group, IMG), Βρετανικό τμήμα της Ενιαίας Γραμματείας της Τετάρτης Διεθνούς και οπαδοί του Έρνεστ Μαντέλ. Η IMG προχώρησε τόσο μακριά στην αντίθετη κατεύθυνση, ώστε ως τη δεκαετία του 1970 υπήρχαν καταστατικά μόνιμες φράξιες (τουλάχιστον τρεις σε κάθε χρονική περίοδο), χωρίς καμία από αυτές να έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να δουλέψει η οργάνωση. Σε αυτό το σημείο η υπερ-δημοκρατία έμοιαζε να έχει μετατραπεί στο αντίθετό της, σύμφωνα με το οποίο η πλειοψηφία των μελών ήταν αδύνατο να επιβάλλει οποιοδήποτε είδος σταθερής στρατηγικής ή γραμμής.

Μεταξύ αυτών των άκρων βρίσκεται ένα πλήθος μικρών τροτσκιστικών ή ημι-τροτσκιστικών ομάδων με μια μεγάλη ποικιλία από οργανωτικές πρακτικές και εσωτερικά καθεστώτα. Τέλος πάντων, η γενική απομόνωση αυτών των ομάδων από τη μάζα της εργατικής τάξης σήμαινε μια πολύ δυνατή τάση να γίνουν σέκτες, κυριαρχούμενες ουσιαστικά από λίγα άτομα.

Ο περισσότερο υποσχόμενος σχηματισμός εκείνα τα χρόνια (κατά την άποψή μου βεβαίως) με βάση την πολιτική του, την ανάπτυξή του και τη δημοκρατική του λειτουργία ήταν οι Διεθνείς Σοσιαλιστές (International Socialists, IS), οι οποίοι αργότερα έγιναν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Socialist Workers Party, SWP), στη Βρετανία. Εντάχθηκα στη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση Νέων Σοσιαλιστών τον Ιανουάριο του 1968, μόνο για να αποχωρήσω σύντομα, καθώς με απωθούσε ο τρομακτικός αυταρχισμός. Εντάχθηκα στους IS περίπου τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και στο πρώτο συνέδριο, που συμμετείχα, διαπίστωσα ότι η οργάνωση ήταν χωρισμένη σε τουλάχιστον πέντε(!) βραχύβιες τάσεις ή φράξιες. Παρά τις κάποιες σοβαρές διασπάσεις στην ηγεσία το 1975-76 και το 1979 (βασικά μέσα στις συνθήκες της επερχόμενης υποχώρησης των εργατικών αγώνων), η γενική τάση της κεντρικής επιτροπής ήταν σταθερά να ενισχύσει την ηγεμονία της στο εσωτερικό της οργάνωσης. Αλλά υπήρχαν πάντα ανησυχίες που εκφράζανε, δικαίως ή αδίκως, το θέμα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μάλιστα υπήρξε και μια Φράξια για την Επαναστατική Δημοκρατία (γνωστή ως FRED).

Σκοπός αυτής της σύντομης και πρόχειρης έρευνας δεν είναι να εμπλακεί σε μια αναδρομική «δημοκρατική» κρίση (του Μαρξ ενάντια στον Μπακούνιν, του Λένιν ενάντια στον Τρότσκι και τη Λούξεμπουργκ, ή να βαθμολογήσει 0/10 τον Χίλι, 6/10 τον Μαντέλ, ή οτιδήποτε άλλο), αλλά μόνο να αναδείξει ότι το πρόβλημα της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι επαναλαμβανόμενο και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να μελετήσουμε την κοινωνική του βάση.

Το πρόβλημα
Για τους Μαρξιστές, αφού δέχονται τον ιστορικό υλισμό, θα ήταν προφανές να ξεκινήσουν από εκεί, αλλά αυτή η πλευρά του προβλήματος δεν εξετάστηκε όσο θα έπρεπε. Από τη μια πλευρά, έχει υποστηριχθεί συχνά ότι η ηγεσία μιας μικρής επαναστατικής ομάδας Χ δεν αποτελεί ένα υλικά προνομιούχο γραφειοκρατικό στρώμα –με τη σημασία που έχει για τις ηγεσίες των συνδικάτων, των εργατικών ή των κομμουνιστικών κομμάτων στα σταλινικά καθεστώτα, στα οποία τα προνόμια είναι ολοφάνερα– και γι’ αυτό είναι αντι-υλιστικό να σκεφτόμαστε ότι μπορεί να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα δημοκρατίας σε μια τέτοια ομάδα. Από την άλλη πλευρά, ο Τρότσκι παρείχε μια κοινωνιολογική εξήγηση στο γιατί τα «μικροαστικά στοιχεία» είναι επιρρεπή στο να προβάλλουν παράλογες απαιτήσεις για υπερβολική δημοκρατία:

«Ένας εργάτης ξοδεύει την ημέρα του στο εργοστάσιο. Έχει συγκριτικά λίγες ώρες να διαθέσει για το κόμμα. Στις συνεδριάσεις ενδιαφέρεται να μάθει τα πιο σημαντικά ζητήματα: τη σωστή εκτίμηση της κατάστασης και τα πολιτικά συμπεράσματα. Εκτιμά εκείνους τους ηγέτες που του τα δίνουν με σαφή και ακριβή τρόπο και που συμβαδίζουν με τις εξελίξεις. Οι μικροαστοί, και ιδιαίτερα τα ξεπεσμένα από την τάξη τους στοιχεία, ξεκομμένοι από το προλεταριάτο, φυτοζωούν σε ένα τεχνητό και κλειστό περιβάλλον. Έχουν αρκετό χρόνο για να ασχολούνται με την πολιτική ή τα υποκατάστατά της. Ψάχνουν να εντοπίσουν τα λάθη, ανταλλάσουν κάθε είδους πιπεράτα κουτσομπολιά σχετικά με ό,τι συμβαίνει μεταξύ των “προσωπικοτήτων” του κόμματος. Εντοπίζουν πάντα έναν ηγέτη ο οποίος τους μεταφέρει όλα τα “μυστικά”. Η συζήτηση αποτελεί συστατικό τους στοιχείο. Καμία ποσότητα δημοκρατίας δεν είναι ποτέ αρκετή γι’ αυτούς».[13]

Αντίθετα ο Duncan Hallas μας έδωσε μια διαφωτιστική άποψη για το πώς μπορεί να εκφυλίσει την εσωκομματική δημοκρατία μια λανθασμένη άποψη. Έδειξε πώς η προαναφερθείσα Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση αυτοκαταστράφηκε με την προσήλωσή της στην προοπτική της επικείμενης οικονομικής καταστροφής (οδηγημένη από τα γραπτά του Τρότσκι, του 1938) σε όλη την παρατεταμένη ανοδική έκρηξη της ανάπτυξης στις δεκαετίες 1950 και 1960:

«Μια συζήτηση, η οποία είναι επικίνδυνη για την ηγεσία, μπορεί να ελεγχθεί με την υπερδραστηριότητα και αυτή με τη σειρά της δικαιολογείται από την επικείμενη οικονομική καταστροφή. Τα μέλη οδηγούνται σε μια φρενήρη δραστηριότητα, με μεγάλα ποσοστά απωλειών. Ένα μεγάλο ποσοστό μελών είναι πάντα νέα και γι’ αυτό δεν μπορούν να θυμούνται τη διάψευση της προφητείας, που έγινε στο παρελθόν. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος ο οποίος κάνει τη διόρθωση της γραμμής όλο και πιο δύσκολη. “Η οικοδόμηση ηγεσίας” –η οποία είναι βεβαίως ταυτισμένη με την οργάνωση– γίνεται το υποκατάστατο της σοβαρής πολιτικής και συνδικαλιστικής δουλειάς. Σοβαροί αγωνιστές οδηγούνται στην αποχώρηση και η “επαναστατική νεολαία” έρχεται για να καλύψει σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό τις δραστηριότητες. Η ηγεσία, η μόνη η οποία έχει συνέχεια, γίνεται απρόσβλητη και αισθάνεται όλο και λιγότερο την ανάγκη να ελέγχεται για την πολιτική και την πρακτική της».[14]

Αυτή η τάση, που εμφανίσθηκε στην τραγελαφική της μορφή στην περίπτωση που περιγράφει ο Hallas, μπορεί επίσης να εκδηλωθεί σε πιο μετριοπαθή μορφή σε πολλές «λογικές» οργανώσεις. Το επιχείρημα όμως μπορεί να αντιστραφεί και να χρησιμοποιηθεί για να υπερασπίσει τον εφησυχασμό. Δεδομένου ότι η προοπτική είναι «σωστή», μπορεί κανείς να πει ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τη δημοκρατία. Εάν ο στόχος της κομματικής δημοκρατίας είναι να πετύχει μια σωστή προοπτική, όταν αυτή επιτυγχάνεται, καθιστά περιττή τη δημοκρατία ή συνιστά απόδειξη της καλής της υγείας.

Όμως αυτή η επιχειρηματολογία είναι λάθος. Αυτή η αιτιοκρατική σχέση μπορεί να μεταβληθεί: όχι από τη λάθος εκτίμηση της κατάστασης στην έλλειψη δημοκρατίας, αλλά από την έλλειψη δημοκρατίας στη λάθος εκτίμηση της κατάστασης. Επίσης είναι λάθος να βασιστεί το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας αποκλειστικά στις προϋποθέσεις και τον έλεγχο, που θα συμβάλλουν στην ορθότητα της προοπτικής. Η εσωκομματική δημοκρατία είναι ακόμη απαραίτητη για τη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των μελών να μπορούν να επιχειρηματολούν για το σοσιαλισμό στην εργατική τάξη,[15] και για να παραμένει η «ιδιοκτησία» του κόμματος στα μέλη του και τελικά στην εργατική τάξη.

Η πρόκληση από τον Michels
Μια διαφορετική, αλλά ενδιαφέρουσα οπτική σε όλο αυτό το ζήτημα έθεσε ο Robert Michels στο βιβλίο του «Πολιτικά Κόμματα», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911. Ο Michels ήταν μαθητής του Μαξ Βέμπερ και μέλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε υποστηρικτής του φασισμού. Στο βιβλίο «Πολιτικά Κόμματα» ο Michels διατύπωσε αυτό που ονόμασε «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», σύμφωνα με τον οποίο κάθε μεγάλης κλίμακας πολιτικό κόμμα ή οργάνωση αναπόφευκτα θα κυριαρχηθεί από μια μικρή αυτο-αναπαραγόμενη ελίτ ως κέντρο του: «Είναι η οργάνωση που οδηγεί στην κυριαρχία των εκλεγμένων πάνω στους εκλέκτορες… Όποιος μιλάει για οργάνωση, μιλάει για ολιγαρχία».[16]

Ο Hallas σχολίασε:
«Η εξίσωση “συγκεντρωτική οργάνωση ισούται με γραφειοκρατία που ισούται με εκφυλισμό”… οδηγεί σε βαθιά αντιδραστικά συμπεράσματα. Γιατί αυτό που πραγματικά υπονοείται είναι ότι οι εργαζόμενοι είναι ανίκανοι να έχουν συλλογικό δημοκρατικό έλεγχο των δικών τους οργανώσεων. Αυτό υποστηρίζει δηλαδή ότι ο σοσιαλισμός είναι αδύνατος, επειδή η δημοκρατία με την κυριολεκτική έννοια του όρου είναι αδύνατη. Αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκαν οι “νεο-μακιαβελικοί” θεωρητικοί κοινωνιολόγοι των αρχών του 20ού αιώνα (π.χ. Michels) και αυτό είναι βαθιά ριζωμένο στη σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινωνιολογία».[17]

Ο Hallas έχει απόλυτο δίκιο (και ο Michels, όταν έγινε φασίστας, με μια έννοια ακολούθησε την ίδια του τη λογική), αλλά το να επισημάνεις τα αντιδραστικά του συμπεράσματα δεν είναι το ίδιο με το να αντικρούσεις τα επιχειρήματά του και είναι γεγονός ότι ο Michels προβάλλει ισχυρά επιχειρήματα, βασιζόμενος στη γνώση του για το σοσιαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
O Michels υποστηρίζει ότι υπάρχει «μηχανική και τεχνική αδυναμία άμεσης διακυβέρνησης από τις μάζες» και παρατηρεί:
«Είναι ευκολότερο να κυριαρχήσεις σε μεγάλο πλήθος παρά σε ένα μικρό ακροατήριο… τεράστιες δημόσιες συναθροίσεις αποφασίζουν με επευφημίες ή γενικά με αποδοχή, ενώ τα ίδια άτομα, αν χωριστούν σε μικρά τμήματα, ας πούμε των 50 ατόμων, θα ήταν πιο επιφυλακτικά στο να συμφωνήσουν… Η αδυναμία της άμεσης δημοκρατίας, όπως και η δύναμη της έμμεσης δημοκρατίας, προέρχεται κατευθείαν από την επενέργεια των αριθμών… σε μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, στα οποία το εργατικό κόμμα ορισμένες φορές αριθμεί δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές, είναι αδύνατο να λειτουργεί ένα τέτοιο γιγαντιαίο σώμα χωρίς ένα σύστημα εκπροσώπησης. Η μεγάλη σοσιαλιστική οργάνωση του Βερολίνου… είχε κατάλογο με περισσότερα από 90.000 μέλη».[18]

Στη συνέχεια περιγράφει την τάση των εκπροσώπων να επιβάλουν την ανεξαρτησία τους από αυτούς που εκπροσωπούν, καθώς και να ηγεμονεύσουν πάνω τους. Σημειώνει «τη δημιουργία εθιμικού δικαιώματος για το αξίωμα των εκπροσώπων» και την ανάγκη για ηγεσία που αισθάνονται οι μάζες, «καθώς και την προσήλωση που αναπτύσσεται προς αυτή την ηγεσία μέσα στις μάζες».[19] Ο Michels αναφέρει ιδιαίτερα τον Ferdinand Lassalle (Φερδινάρδο Λασάλ), αλλά επίσης τον Giuseppe Garibaldi, τον Jules Guesde και τον Μαρξ. Σήμερα βέβαια αυτός ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερος και περισσότερο γελοίος.
Ο Michels σημειώνει τη γενική πολιτιστική και εκπαιδευτική υπεροχή των επαγγελματιών ηγετών έναντι της βάσης και σημειώνει ότι «κανένας μελετητής της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία δεν αμφισβητεί τη θαυμαστή σταθερότητα της ομάδας των ατόμων που ηγούνται του κόμματος».[20]

Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι ηγέτες παλεύουν για να διατηρήσουν τη θέση τους:
«Καθώς οι ηγέτες αποσπώνται από τη μάζα, τείνουν όλο και περισσότερο, όταν εμφανίζονται κενά στις γραμμές τους, να τα αντιμετωπίζουν όχι με εκλογές, αλλά με διορισμούς και να ενισχύουν την αποτελεσματικότητά τους, όπου έχουν τη δυνατότητα, δημιουργώντας νέες θέσεις με δικιά τους πρωτοβουλία. Υπάρχει μια τάση στους ηγέτες να απομονώνονται σε ένα είδος καρτέλ και να περιχαρακώνουν τους εαυτούς τους με τείχη, στο εσωτερικό των οποίων δέχονται μόνο αυτούς που συμφωνούν μαζί τους».[21]

Ο Michels αναλύει το ρόλο των «αστικών στοιχείων στη σοσιαλιστική ηγεσία» και των «εργατικών ηγετών προλεταριακής καταγωγής»,[22] ενώ σημειώνει την «ψυχολογική μεταμόρφωση των ηγετών».
«Ο μέσος ηγέτης των κομμάτων της εργατικής τάξης δεν βρίσκεται ηθικά χαμηλότερα, αλλά γενικά ψηλότερα σε ποιότητα από τον μέσο ηγέτη των άλλων κομμάτων… Ωστόσο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η μόνιμη άσκηση εξουσίας εκθέτει τον ηθικό χαρακτήρα αυτών των ηγετών σε ουσιαστικά επιβλαβείς επιδράσεις».[23]

Ο Michels επίσης εξηγεί γιατί ούτε ο συνδικαλισμός ούτε ο αναρχισμός, παρά την ρητορική τους, είναι σε θέση να ξεπεράσουν αυτές τις ολιγαρχικές τάσεις, αναφέροντας μεταξύ άλλων το γνωστό παράδειγμα του Μπακούνιν και τις μυστικής του, χωρίς εκλογή, δικτατορίας μέσα στην Πρώτη Διεθνή.[24] Ωστόσο αυτό που υποστηρίζει ο Michels σε όλες του τις παρατηρήσεις, κι ας είναι κάποιες από αυτές ακριβείς, και αυτό που διαπερνά σαν μια κλωστή όλο το βιβλίο «Πολιτικά Κόμματα» είναι αυτό που αποκαλεί «τυπική και πραγματική ανεπάρκεια των μαζών».[25] Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» είναι γι’ αυτόν σιδερένιος νόμος, επειδή οι μάζες είναι εγγενώς ανίκανες να ελέγξουν τις οργανώσεις τους ή να ελέγξουν δημοκρατικά τους ηγέτες τους.
«Η ανικανότητα των μαζών είναι σχεδόν καθολική σε όλους τους τομείς της πολιτικής ζωής και αυτό αποτελεί το πιο γερό θεμέλιο της εξουσίας των ηγετών. Αυτή η ανικανότητα προσφέρει στους ηγέτες  μια πρακτική και σε κάποιο βαθμό ηθική δικαιολογία».[26]
Θα πρέπει να είναι σαφές ότι για τον Michels αυτή η ανικανότητα είναι εγγενής και γενική, όπως και η τάση των ηγετών για κυριαρχία. Αποτελεί χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Με βεβαιότητα μπορούμε να διακρίνουμε την επιρροή της άποψης του Friedrich Nietzsche (Φρειδερίκου Νίτσε) γύρω από το ζήτημα της «βούλησης για εξουσία».

«Η απάθεια των μαζών και η ανάγκη τους να καθοδηγούνται είναι αντίστοιχη με τη φυσική αρχομανία των ηγετών. Έτσι η ανάπτυξη της δημοκρατικής ολιγαρχίας επιταχύνεται από τα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης… Η επιθυμία να κυριαρχήσουν για καλό ή κακό είναι καθολική… κάθε ανθρώπινη εξουσία προσπαθεί να διευρύνει τα προνόμιά της».[27]

Η μαρξιστική απάντηση
Αυτό βεβαίως είναι το ζήτημα από το οποίο οφείλει να ξεκινήσει την απάντησή της στην κριτική του Michels η μαρξιστική πλευρά. Τα διάφορα γεγονότα, τάσεις και συμπεριφορές, που παρατηρήθηκαν από τον Michels, δεν είναι καθολικά γενικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, αλλά είναι προϊόντα γενικά της ταξικής κοινωνίας και ειδικότερα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ο μπολσεβίκος Νικολάι Μπουχάριν απάντησε:

«Η “ανικανότητα των μαζών”, που σύμφωνα με την άποψη του Michels αποτελεί αιώνια κατηγορία, θα εξαφανιστεί, γιατί αυτή η ανικανότητα με κανέναν τρόπο δεν αποτελεί αναγκαίο χαρακτηριστικό κάθε συστήματος. Είναι αποτέλεσμα των οικονομικών και τεχνικών όρων που εκφράζουν γενικά την πολιτιστική και εκπαιδευτική κατάσταση. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη μελλοντική κοινωνία θα υπάρχει κολοσσιαία υπερπαραγωγή οργανωτών, η οποία θα ακυρώνει τη σταθερότητα των ομάδων εξουσίας».[28]
Αλλά η αντίθεση του Μπουχάριν στο βιβλίο του Michels, το οποίο περιγράφει ως «πολύ ενδιαφέρον», βρίσκεται κυρίως στην ένσταση για την πιθανότητα μιας μελλοντικής αταξικής κοινωνίας. Ωστόσο, σε σχέση με τη μετάβαση στον πλήρη σοσιαλισμό ο Μπουχάριν δέχεται αυτά που ο Michels επισημαίνει ως πραγματικά προβλήματα, αν και εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορούν να ξεπεραστούν.

Το ζήτημα όμως της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, δηλαδή η περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου, είναι πολύ πιο δύσκολο. Η εργατική τάξη πετυχαίνει τη νίκη, αν και δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μια ενιαία μάζα. Έχει πετύχει τη νίκη, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις μειώνονται και οι μάζες είναι ουσιαστικά ανασφαλείς. Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην τάση για «εκφυλισμό», δηλαδή στην αποβολή του ηγετικού στρώματος, με τη μορφή του «ξένου» σώματος για την τάξη. Αυτή η τάση μπορεί να καθυστερήσει από δύο αντιτιθέμενες σε αυτήν τάσεις: πρώτο, από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και δεύτερο, από την κατάργηση του μονοπωλίου της γνώσης. Η αυξανόμενη παραγωγή τεχνολόγων και διευθυντών γενικά, μέσα από την ίδια την εργατική τάξη, θα υπονομεύει την πιθανή συγκρότηση μιας νέας τάξης. Η έκβαση του αγώνα θα εξαρτηθεί από το ποια από τις τάσεις θα αποδειχθεί ισχυρότερη.[29]

Σίγουρα, γράφοντας το 1921, το θέμα της μετάβασης στο σοσιαλισμό κυριαρχούσε στο μυαλό του Μπουχάριν, αλλά για τις δικές μας ανάγκες αυτό το θέμα δεν αντιμετωπίζει το σημαντικότερο. Η επιχειρηματολογία ότι οι ολιγαρχικές πιέσεις προέρχονται από τον καπιταλισμό και όχι από την ανθρώπινη φύση και γι’ αυτό θα ξεπεραστούν στην μετά τον καπιταλισμό περίοδο, στη μετάβαση στο σοσιαλισμό, είναι καλή και χρήσιμη, αλλά το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να οικοδομηθεί μέσα στον καπιταλισμό.
Φυσικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ανάλυση του Michels βασίστηκε στα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς – μαζικά μεταρρυθμιστικά κόμματα κτισμένα σε μια περίοδο σχετικής κοινωνικής ειρήνης, στη διάρκεια της οποίας αναπτύχθηκε μια γραφειοκρατική ιεραρχία υπαλλήλων. Η περίπτωση αυτή όμως δεν έχει σημασία για μικρές επαναστατικές ομάδες, στις οποίες δεν υπάρχει ουσιαστικά γραφειοκρατία με υλικά προνόμια. Ωστόσο, αν και οι αντιδημοκρατικές πιέσεις είναι λιγότερο ισχυρές στις μικρές επαναστατικές ομάδες σε σχέση με τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα, εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι εργαζόμενοι, που στρατεύονται στις ομάδες αυτές, εξακολουθούν να είναι προϊόντα μιας βαθιά αντιδημοκρατικής κοινωνικοποίησης που τους την επέβαλε η καπιταλιστική κοινωνία και η οποία ενισχύεται μετά από κάθε ήττα που δέχονται από τα αφεντικά και την κυβέρνηση.

Οι πιέσεις που δημιουργούνται από την αστική κοινωνία είναι επίσης ένας παράγοντας για την προσωπολατρία που χαρακτηρίζει ορισμένες μικρές ομάδες. Προκειμένου να διατηρηθεί η πίστη και η πειθαρχία ενός μικρού αριθμού μελών σε μεγαλύτερη ή μικρότερη αντίθεση με την ευρύτερη κοινωνία, αναπτύσσουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των μικρών θρησκευτικών αιρέσεων, όπως η λατρεία του «επικεφαλής» και η δημιουργία «κοινών γνωρισμάτων». Τα «κοινά γνωρίσματα» μπορούν να είναι λέξεις ή φράσεις με τις οποίες μπορούν να διακρίνουν το μέλος από τον εχθρό ή τον κατάσκοπο. Στη δική μας συζήτηση τα «κοινά γνωρίσματα» είναι η πίστη σε μια αλήθεια της οποίας το κύριο αποτέλεσμα είναι ότι διαχωρίζει τους πιστούς από τη μάζα και ενισχύει την πίστη τους. Έτσι λειτουργεί για παράδειγμα η απαγόρευση της μετάγγισης αίματος για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ή η υποστήριξη στο Ισραήλ για τη Συμμαχία για την Ελευθερία των Εργαζομένων. Για τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση ήταν η συνεχής έκκληση για γενική απεργία. Αυτές οι σεχταριστικές πρακτικές είναι εντελώς αντιδημοκρατικές, επειδή σε μεγάλο βαθμό παρεμποδίζουν την ελεύθερη και ορθολογική συζήτηση για την πολιτική και τις προοπτικές.

Η υιοθέτηση μιας λαθεμένης πολιτικής εκτίμησης, ιδίως μιας υπερβολικά υπερ-αριστερής πολιτικής εκτίμησης, σε μεγάλο βαθμό εντείνει την ανάγκη λατρείας της ηγεσίας όπως και την ανάγκη για τα «κοινά γνωρίσματα», αλλά αυτό δεν καθιστά τη λαθεμένη άποψη μοναδική πηγή αντιδημοκρατικής τάσης. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κοινωνική προέλευση της πραγματικής δημοκρατίας στο σοσιαλιστικό κίνημα είναι η ταξική πάλη. Η εσωκομματική δημοκρατία πιθανόν να είναι προβληματική στο βαθμό που το κόμμα είναι αποκομμένο από αυτή την πηγή, είτε διότι έχει θέσει τον εαυτό του πάνω από την τάξη (εργατική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία), είτε επειδή έχει οδηγηθεί στο περιθώριο της τάξης (τροτσκισμός τη δεκαετία του 1930), είτε επειδή επέλεξε να αποκοπεί από την τάξη, είτε επειδή το επίπεδο της ταξικής πάλης είναι χαμηλό.

Όταν μελετούσα για πρώτη φορά την άποψη του Michels (ενώ έκανα έρευνα για το έργο «Κόμμα και Μαρξισμός», στις αρχές της δεκαετίας του 1970), κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, ενώ ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας επικρατούσε γενικά σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδικάτα και παρεμφερείς οργανώσεις, δεν ίσχυε όμως για κόμματα μπολσεβίκικου τύπου. Αυτό συνέβαινε επειδή κεντρικό ζήτημα στο μπολσεβίκικο μοντέλο ήταν ο περιορισμός της ιδιότητας του μέλους: α) Σε αυτούς που έβαζαν τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης πάνω από τα επιμέρους συμφέροντα (δηλαδή σε αυτούς που ήταν διεθνιστές, αντιρατσιστές, αντισεξιστές και αντιτοπικιστές). β) Σε μαχητικούς αγωνιστές που δούλευαν κάτω από την πειθαρχία των κομματικών οργανώσεων. Μια τέτοια στράτευση, αν και κατ’ ανάγκη μειοψηφική σε σχέση με την τάξη, δεν ήταν «ανίκανη» να ασκεί δημοκρατικό έλεγχο πάνω στην ηγεσία της. Αυτό μου φάνηκε σωστό θεωρητικά και επιβεβαιωμένο πρακτικά από το παράδειγμα του κόμματος των Μπολσεβίκων, το οποίο ήταν εντελώς δημοκρατικό, ιδίως το 1917.

Για να καταλήξω σε αυτή τη θέση με επηρέασε και ή άποψη του Τόνι Κλιφ, ο οποίος ανέφερε ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με τις συντηρητικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές της, στηριζόταν στην παθητική πλειοψηφία των μελών του συνδικάτου σε αντίθεση με την ενεργητική μειοψηφία. Ο Κρις Χάρμαν υποστήριξε επίσης το 1969, στο άρθρο του «Κόμμα και τάξη», ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του λενινιστικoύ και του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου οργάνωσης. Έγραφε:

«Στη σύλληψη του Λένιν πρέπει να διακρίνουμε εκείνα τα στοιχεία που αφορούν καθορισμένο ιστορικό πλαίσιο από εκείνα που έχουν γενική εφαρμογή. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την επιμονή του για κλειστές συνωμοτικές οργανώσεις και την ανάγκη για προσεκτική καθοδήγηση από πάνω προς τα κάτω στα επαγγελματικά στελέχη, κ.λπ.: “Σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας το κόμμα μας θα πρέπει να οικοδομηθεί εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εκλογιμότητας. Κάτω από την απολυταρχία αυτό είναι ανέφικτο για τους χιλιάδες εργάτες που αποτελούν το κόμμα”.

Γενική εφαρμογή αποτελεί η έμφαση στην ανάγκη να περιοριστεί το κόμμα σε αυτούς που αποδέχονται την πειθαρχία του. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι για τον Λένιν (σε αντίθεση με πολλούς από τους επίδοξους συνεχιστές του) αυτό δεν είναι μια τυφλή αποδοχή του αυταρχισμού. Το επαναστατικό κόμμα υπάρχει για να δίνει τη δυνατότητα στους πιο συνειδητούς και αγωνιστές εργάτες και διανοούμενους να συμμετέχουν σε σοβαρή συζήτηση ως προοίμιο για συντονισμένη και ενιαία δράση. Αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς τη γενική συμμετοχή στις δραστηριότητες του κόμματος…

Ο συγκεντρωτισμός για τον Λένιν απέχει πολύ από το να είναι το αντίθετο της ανάπτυξης των πρωτοβουλιών και της ανεξαρτησίας των μελών του κόμματος. Είναι η προϋπόθεση γι’ αυτό… Η “πειθαρχία” σημαίνει αποδοχή της ανάγκης οι μεμονωμένες εμπειρίες να συνδέονται με τη συνολική θεωρία και την πρακτική του κόμματος. Έτσι όχι μόνο δεν είναι αντίθετη, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να έχουν τη δυνατότητα τα μέλη να κάνουν ανεξάρτητες αξιολογήσεις των συγκεκριμένων καταστάσεων. Αυτός επίσης είναι ο λόγος για τον οποίο “πειθαρχία” για τον Λένιν δεν σημαίνει κρύβουμε τις διαφορές που υπάρχουν μέσα στο κόμμα, αλλά περισσότερο τις εκθέτουμε στο φως της ημέρας, ώστε να συζητούνται».[30]

Την εποχή εκείνη στόχος του Χάρμαν, και δικός μου, ήταν να οικοδομήσουμε ένα τέτοιου είδους λενινιστικό κόμμα στη Βρετανία και σε διεθνές επίπεδο, με την πεποίθηση ότι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις υπήρχαν και έδιναν αυτή τη δυνατότητα. Δυστυχώς η εμπειρία σχεδόν 40 χρόνων μας έδειξε ότι είναι ένα μάλλον πολύπλοκο εγχείρημα και αυτό με τη σειρά του έχει συνέπειες στο ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Ανάμεσα στη γέννηση του μπολσεβικισμού ως κομμάτι του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος το 1903 και την κατάκτηση της εξουσίας ως μαζικό κόμμα τον Οκτώβριο του 1917 μεσολαβούν μόνο 14 χρόνια. Αυτά τα χρόνια περιλαμβάνουν την επανάσταση του 1905, έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο και την επαναστατική ανατροπή του Τσαρισμού το Φεβρουάριο του 1917. Σε αντίθεση η παράδοση του IS/SWP άντεξε σχεδόν 60 χρόνια, 40 από την εμφάνισή μας ως ένα μικρό κόμμα το 1968, χωρίς αντίστοιχες εμπειρίες. Στη Ρωσία η περίοδος της αντίδρασης (η οποία ήταν σφοδρή και κόντεψε να καταστρέψει τους Μπολσεβίκους) ξεκίνησε το 1907 και διήρκεσε πέντε χρόνια, πριν αντιμετωπιστεί με μαζικές απεργίες το 1912. Στη Βρετανία οι ταξικοί αγώνες υποχώρησαν από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και, με κάποιες διακυμάνσεις και ανακάμψεις, παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο μέχρι σήμερα. Επιπλέον, ενώ το επίπεδο των αγώνων ήταν γενικά χαμηλό, δεν υπήρξε καμία σταθερή ή γενικευμένη καταστολή. Και, βεβαίως, παρόμοιες συνθήκες ισχύουν για όλες τις αριστερές οργανώσεις στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική κατά την περίοδο αυτή.

Ο Λένιν αφιέρωσε τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» για να αναπτύξει διεξοδικά τη σχέση ανάμεσα στις συνθήκες και την εμπειρία στη Ρωσία από τη μια και τις οργανωτικές αρχές των Μπολσεβίκων από την άλλη. (Ο Λένιν εστιάζει στην «πειθαρχία», αλλά, όπως έχουμε δει, η πειθαρχία και η δημοκρατία είναι στενά συνδεδεμένες):
«Ως ρεύμα πολιτικής σκέψης και ως πολιτικό κόμμα ο μπολσεβικισμός υπήρχε από το 1903. Μόνο η ιστορία του μπολσεβικισμού σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά γιατί μπόρεσε να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί, σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, η σιδερένια πειθαρχία που απαιτείται για τη νίκη του προλεταριάτου… Ο μπολσεβικισμός… προχώρησε μέσα από τα 15 χρόνια της πραγματικής ιστορίας του (1903-17) και τον απαράμιλλο παγκόσμια πλούτο των εμπειριών του. Στη διάρκεια αυτών των 15 χρόνων σε καμία άλλη χώρα δεν γνώρισαν οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμα και να πλησιάζει αυτή την επαναστατική εμπειρία, τις γρήγορες και διαφορετικές εναλλαγές κινηματικών μορφών –νόμιμη και παράνομη, ειρηνική και θυελλώδης, υπόγεια και ανοικτή, τοπικοί κύκλοι και μαζικά κινήματα, καθώς και κοινοβουλευτικές και τρομοκρατικές μορφές».[31]

 

Και ο Γκεοργκ Λούκατς σημειώνει:
«Η αντίληψη των Μπολσεβίκων για την οργάνωση του κόμματος περιλαμβάνει την επιλογή μιας ομάδας αφοσιωμένων επαναστατατών, έτοιμων να κάνουν κάθε θυσία, από την περισσότερο ή λιγότερο χαοτική μάζα της τάξης στο σύνολό της… Η λενινιστική αντίληψη για την οργάνωση του κόμματος προϋποθέτει το γεγονός –την πραγματικότητα– της επανάστασης… Αν η ιστορική πρόβλεψη των Μενσεβίκων ήταν σωστή, αν υπήρχε μια σχετικά ήρεμη περίοδος ευημερίας και αργής εξάπλωσης της δημοκρατίας, κατά την οποία –τουλάχιστον στις καθυστερημένες χώρες– τα φεουδαρχικά κατάλοιπα θα σαρώνονταν από τις “προοδευτικές” τάξεις, οι επαγγελματίες επαναστάτες αναγκαστικά θα είχαν παραμείνει παγιδευμένοι στο σεχταρισμό ή θα κατέληγαν απλές προπαγανδιστικές ομάδες. Το κόμμα, ως μια αυστηρά συγκεντρωτική οργάνωση των πιο συνειδητών στοιχείων του προλεταριάτου –και μόνο ως τέτοιο– έχει σχεδιαστεί σαν εργαλείο της ταξικής πάλης σε μια επαναστατική περίοδο. “Τα πολιτικά ζητήματα δεν μπορούν να διαχωριστούν μηχανικά από τα οργανωτικά ζητήματα”, έλεγε ο Λένιν, “και αυτός ο όποιος αποδέχεται ή απορρίπτει την οργάνωση μπολσεβίκικου κόμματος, ανεξάρτητα από το αν ζούμε ή όχι στην εποχή της προλεταριακής επανάστασης, δεν έχει καταλάβει τίποτα”».[32]

Δυστυχώς στους καιρούς που ζήσαμε δεν υπήρξε, εκτός από λίγες εξαιρετικές στιγμές, κάποια επαναστατική περίοδος και η επανάσταση ήταν «επίκαιρη» μόνο με την πιο αφηρημένη έννοια. Έτσι, δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί η ένταξη μελών στο κόμμα σε «μια ομάδα επαναστατών προσηλωμένων στο στόχο, έτοιμων να κάνουν οποιαδήποτε θυσία», ή ακόμη σε άτομα διατεθειμένα να είναι σταθερά δραστήρια στις κομματικές οργανώσεις. Όταν ο Χάρμαν έγραφε: «Το κόμμα δεν πρέπει να αποτελείται μόνο από όποιον επιθυμεί και δηλώνει ότι ανήκει σε αυτό, αλλά από αυτούς που είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν την πειθαρχία των οργανώσεών του. Σε κανονικές συνθήκες, οι αριθμοί αυτών των ανθρώπων θα είναι μόνο ένα σχετικά μικρό ποσοστό της εργατικής τάξης, αλλά σε περιόδους έκρηξης θα αυξηθούν αφάνταστα»,[33] αυτός όπως και εμείς οι υπόλοιποι οραματιζόμασταν ένα κόμμα πολλών χιλιάδων, ίσως δεκάδων χιλιάδων, αυξανόμενο στην επαναστατική περίοδο σε εκατοντάδες χιλιάδες (οι Μπολσεβίκοι ήταν περίπου 26.000 μέλη το Φεβρουάριο του 1917 και ανάμεσα σε 200.000 και 400.000 τον Οκτώβριο) και όχι μια ομάδα από δεκάδες ή λίγες εκατοντάδες μέλη. Αν περιορίζαμε τη στρατολόγηση μελών στο SWP με βάση τα κριτήρια και τις δεσμεύσεις που απαιτούσαν οι Μπολσεβίκοι, σε αυτές τις μη μπολσεβίκικες συνθήκες, θα μειωνόταν το κόμμα σε μερικές εκατοντάδες μέλη στην καλύτερη περίπτωση. Έτσι και αλλιώς εντελώς λανθασμένα απλά θα «παίζαμε τους Μπολσεβίκους», δεδομένου ότι αυτοί οι φανατικοί «επαναστάτες» θα είχαν χάσει τον άλλο βασικό πυλώνα του λενινισμού: την ικανότητα να «διατηρήσουν τη στενότερη επαφή, και –αν θέλετε– τη συνένωση, σε ένα βαθμό, με την πλατειά μάζα των εργαζομένων».[34] Κατά συνέπεια οι συνθήκες μας υποχρέωσαν να λειτουργούμε με ένα σημαντικό ποσοστό μελών που δεν ασχολούνταν επαρκώς με την οργάνωση, ώστε να μπορούν να ασκήσουν δημοκρατικό έλεγχο πάνω στο κόμμα.

Το ζήτημα της καταστολής και της παρανομίας παίζει έναν ενδιαφέροντα και αντιφατικό ρόλο εδώ. Από τη μια πλευρά, οι συνθήκες παρανομίας δημιουργούν τεράστια εμπόδια για τη σωστή τυπικά λειτουργία της εσωκομματικής δημοκρατίας, με τη σύγκληση των τακτικών συνεδριάσεων και συνεδρίων, με τη διενέργεια τακτικών εκλογών, την παροχή σωστών κομματικών στατιστικών στοιχείων και ούτω καθεξής. Επιπλέον, η παρανομία ενισχύει την ισχυροποίηση της πειθαρχίας έναντι της δημοκρατίας, στο βαθμό που υπάρχουν αντιθέσεις. Από την άλλη πλευρά, η καταστολή λύνει τα προβλήματα της στράτευσης μελών: αν ο κίνδυνος για τα κομματικά μέλη μπορούσε να είναι η εξορία στη Σιβηρία, η φυλάκιση, τα βασανιστήρια και ο θάνατος, το ζήτημα των παθητικών μελών του καναπέ ξεκαθαριζόταν και τα υπάρχοντα μέλη αποκτούσαν μια τεράστια δυνατότητα, ίσως ζωής ή θανάτου, για τον καθορισμό της πολιτικής του κόμματος. Φυσικά, αυτή η συμμετοχή από μόνη της δεν παρέχει καμία εγγύηση δημοκρατίας, όπως αποδείχθηκε από το παράδειγμα πολλών σταλινικών κομμάτων, αλλά βοηθάει σε μια πτυχή του προβλήματος.

Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη εδώ είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που μελετάμε. Ο Γκράμσι έγραφε στα «Τετράδια της Φυλακής» ότι μια παρατεταμένη πολιορκία είναι πάντα εξουθενωτική και πολλοί άνθρωποι, με δυνατότητα μεγάλης αντίστασης και ακραίων θυσιών για ένα μικρό χρονικό διάστημα, είναι ανήμποροι να διατηρήσουν αυτή τη δέσμευση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει το επίπεδο της ταξικής πάλης. Ένα σημαντικό στοιχείο στην άποψη του Michels για «ανικανότητα των μαζών» δεν είναι η έλλειψη τεχνικής κατάρτισης, αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης την οποία διαμορφώνει η καπιταλιστική διαδικασία κοινωνικοποίησης στα παιδιά της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τα παιδιά της αστικής τάξης. Το κύριο αντίδοτο σε αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης, και ως εκ τούτου ζωτικής σημασίας για την εσωκομματική δημοκρατία, είναι η εμπειρία συλλογικής αντίστασης και αγώνα, η οργάνωση και η καθοδήγηση απεργιών, οι απεργιακές φρουρές, οι καταλήψεις, οι διαδηλώσεις, η οικοδόμηση πυρήνων σε εργασιακούς χώρους και τα παρόμοια (στην περίπτωση των φοιτητών, οι ομιλίες σε μαζικές φοιτητικές συνελεύσεις, η καθοδήγηση καταλήψεων κ.λπ.). Η συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες όχι μόνο αναβαθμίζει την αυτοπεποίθηση των μελών σαν άτομα, αλλά και όταν «ανοίγουν ένα ζήτημα» στο εσωτερικό του κόμματος, συχνά το κάνουν πια ως εκπρόσωποι μιας συλλογικότητας στο χώρο δουλειάς ή στη σχολή τους. Σε συνθήκες υποχώρησης, συνήθως οι εμπειρίες των μελών από το χώρο δουλειάς τους είναι η ήττα ή η απομόνωση, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η αυτοπεποίθησή τους για την όποια αμφισβήτηση της ηγεσίας του κόμματος. Ακόμη και αν παραμένουν ενεργοί επαναστάτες σοσιαλιστές, μπορεί να αναπτύξουν την αίσθηση ότι εκτός από την πάλη ενάντια στα αφεντικά, την κυβέρνηση, το σύστημα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πιθανόν την ηγεσία του συνδικάτου τους, σε όλα ως μια μικρή μειοψηφία, το να διαφωνούν και μέσα στο ίδιο το κόμμα τους είναι υπερβολή.

Με αυτούς τους όρους, η παθητικότητα της βάσης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει στο να αναπτυχθεί ή να αρχίσει τουλάχιστον να αναπτύσσεται μια ηγεσία που θα αποκτήσει τη συνήθεια να καθοδηγεί χωρίς αμφισβητήσεις.

Έχοντας τονίσει τόσο έντονα τις αντιδημοκρατικές πιέσεις που δουλεύουν σε κάθε εν δυνάμει επαναστατικό κόμμα, θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και σημαντικές αντίθετες τάσεις. Σε αντιδιαστολή με «το σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» του Michels, σε κάθε κόμμα ή οργάνωση, του οποίου η ηγεσία δεν χρησιμοποιεί το συνδυασμό μαστίγιου και καρότου της κρατικής εξουσίας, υπάρχει ένας σχεδόν καθολικός «νόμος της δημοκρατίας». Σε κάθε εθελοντική οργάνωση, στην οποία η ιδιότητα του μέλους δεν παρέχει υλικά προνόμια (ακόμη και στο βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα ή στο ναζιστικό BNP), υπάρχει ένα στοιχείο δημοκρατίας στο γεγονός ότι η ηγεσία χρειάζεται τη συγκατάθεση της βάσης με τη μορφή της συνεχούς συμμετοχής και υποστήριξης. Έτσι, ακόμη και οι δεξιοί ηγέτες, όπως ο Joe Gormley του Εθνικού Συνδικάτου Εργατών Ορυχείων το 1972-74 ή ο Derek Simpson του συνδικάτου Unite σήμερα, είναι υποχρεωμένοι να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των μελών τους και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους σε κάποιο βαθμό, κάτω από την απειλή της απώλειας των μελών (και μαζί των συνδρομών τους που πληρώνουν τους μισθούς των ηγετών).

Αυτή η δημοκρατική πίεση από τα κάτω γίνεται πιο ισχυρή σε ένα μικρό ακροαριστερό σοσιαλιστικό κόμμα, ακόμη και αν παραμένει εμφανώς αδρανής, διότι: α) Οι ηγέτες δεν λειτουργούν με στόχο την απόκτηση υλικών προνομίων, ούτε υπάρχουν τέτοια (αν και μερικές φορές η διάθεση για τη διατήρηση μιας κατάστασης μπορεί να γίνει ουσιαστικός παράγοντας). β) Τα στελέχη και τα μέλη επηρεάζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από την πειθώ και δεν είναι δύσκολο για αυτά να δείξουν την αποδοκιμασία τους και να αποχωρήσουν. Για να δώσω ένα παράδειγμα από την οργάνωση που γνωρίζω καλύτερα, δηλαδή το SWP, είναι γνωστό ότι η ηγεσία του κόμματος παρέμεινε σταθερή από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και τις αρχές αυτής της δεκαετίας και σπάνια αμφισβητήθηκε. Αλλά αυτό με την προϋπόθεση ότι η ηγεσία καθοδηγούσε το κόμμα μέσα στα προκαθορισμένα πλαίσια του τροτσκιστικού επαναστατικού σοσιαλισμού.

Εάν η ηγεσία του SWP είχε, σε αντιδιαστολή με το να κάνει στρατηγικά ή τακτικά λάθη, κάποτε ξεφύγει καθαρά από την ταξική γραμμή ή παραβεί τις βασικές σοσιαλιστικές αρχές ή αν έκανε κινήσεις που εγκατέλειπαν το μαρξισμό, θα υπήρχε αναμφίβολα κατακραυγή και, εάν αυτή δεν έφερνε γρήγορα αποτελέσματα, θα αντιμετώπιζε μαζική αποχώρηση μελών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ηγεσία του SWP ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν έχω απολύτως καμία τέτοια ένδειξη.

Ωστόσο, αντικειμενικά η πίεση υπήρχε και ήταν μια δημοκρατική πίεση –μια πίεση για να καθοδηγηθεί η οργάνωση σύμφωνα με τις επιθυμίες των μελών της. Επιπλέον είναι σαφές ότι σε γενικές γραμμές η εγγενής αυτή δημοκρατική πίεση, σε ευνοϊκές συνθήκες, αυξάνεται.

Μερικά συμπεράσματα
Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από αυτή την ανάλυση; Πρώτα απ’ όλα ότι τα όσα έθεσαν όλοι οι κλασσικοί Μαρξιστές στο ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας, και αναφέραμε στην αρχή αυτού του άρθρου, διατηρούν την ισχύ τους, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το να πετύχουμε αυτή τη δημοκρατία μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι εύκολο.

Από μαρξιστική άποψη είναι δυνατό όχι μόνο να ενσωματωθούν (σε ένα κόμμα) οι αντιδημοκρατικές πιέσεις που αναφέρει ο Michels, αλλά και να αναπτυχθούν. Η καπιταλιστική κοινωνικοποίηση, μέσα από την οικογένεια και το σχολείο, ενσταλάζει την υπακοή και τη δουλοπρέπεια στα παιδιά της εργατικής τάξης ουσιαστικά από τη γέννησή τους. Ένα «καλό» μωρό είναι αυτό που κοιμάται και τρώει σύμφωνα με το πρόγραμμα, ένα «καλό» παιδί είναι αυτό που δεν δημιουργεί κανένα «πρόβλημα» και κάνει ό,τι του λένε οι γονείς του. Πετυχημένος είναι εκείνος ο μαθητής που αποδέχεται το πρόγραμμα του σχολείου και των δασκάλων του.[35] Ο «προβληματικός» έφηβος έχει «πρόβλημα πειθαρχίας». Τα παιδιά της κυρίαρχης τάξης επίσης εκπαιδεύονται να υπακούουν στους κανόνες, αλλά, ειδικά μέσω των δημόσιων σχολείων, η εκπαίδευσή τους περιέχει επίσης μια σημαντική ώθηση για την ανάπτυξη ηγετικών ικανοτήτων.

Ο κόσμος για τους εργαζόμενους είναι πάντα ιεραρχικός και αντιδημοκρατικός. Στη δουλειά η εργατική τάξη αντιμετωπίζει μια αλυσίδα εντολών, αυτών που δίνει η άρχουσα τάξη και αυτών της μεσαίας τάξης η οποία επιβάλλει τις αποφάσεις των από πάνω στους από κάτω. Αυτό που λείπει τελείως από τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων είναι οποιαδήποτε εμπειρία της δημοκρατίας εκτός από εκείνη την εξαιρετικά περιορισμένη που έχει σχέση με την ψηφοφορία στις βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές. Η πιο σημαντική εξαίρεση είναι ο συνδικαλισμός, ο οποίος δίνει σε ορισμένους εργαζόμενους την εμπειρία να λένε «όχι» στους από πάνω, αλλά, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, αυτή είναι μια εξαιρετικά ακανόνιστη και κυμαινόμενη διαδικασία και προσφέρει μια συνεχή δημοκρατική συμμετοχή μόνο σε μια μειοψηφία.

Η ένταξη σε μια επαναστατική οργάνωση αποτελεί μεγάλη εξέγερση κατά του κοινωνικού συστήματος, αλλά δεν το εξουδετερώνει. Οι αντιδημοκρατικές πιέσεις λειτουργούν και μέσα στο κόμμα. Γι’ αυτό η εσωκομματική δημοκρατία δεν είναι κάτι που μπορεί να διασφαλιστεί από κάποιο καταστατικό ή από το σύνολο των οργανωτικών λειτουργιών (αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία τα δημοκρατικά καταστατικά και οι οργανωτικές λειτουργίες), αλλά είναι αναγκαία επίσης η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας δημοκρατικής κουλτούρας που βασίζεται στην ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση στην οποία τα μέλη του κόμματος ενθαρρύνονται να διατυπώνουν τις σκέψεις τους. Μια τέτοια κουλτούρα πρέπει να ενσωματωθεί στις οργανωτικές λειτουργίες και πρακτικές και, φυσικά, στην πιο σημαντική που είναι η συνδιάσκεψη ή το συνέδριο ως κυρίαρχο όργανο του κόμματος. Αλλά η ακριβής φύση αυτών των οργάνων και των πρακτικών πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες συνθήκες και αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.

Δεν αποτελεί εσωκομματική δημοκρατία ένα πολιτικό ή ηθικό πρότυπο που μπορεί να καθιερωθεί από τη θέληση ή την καλή συμπεριφορά των ηγετών (ή των μελών). Για κάθε εν δυνάμει επαναστατικό κόμμα η εσωτερική δημοκρατία είναι ένας στόχος, μια σχέση μεταξύ  μελών και ηγετών, για την οποία χρειάζονται συνεχείς προσπάθειες, με την ίδια έννοια που η σωστή σχέση κόμματος και τάξης επίσης χρειάζεται συνεχή προσπάθεια και στην πραγματικότητα οι δύο σχέσεις συνδέονται στενά. Ανεπάρκειες στην εσωκομματική δημοκρατία, όπως και λάθη στην πολιτική εκτίμηση και την τακτική, είναι αναπόφευκτα, αλλά δεν αποτελούν λόγους απελπισίας. Το θέμα είναι να τα διορθώσουμε.

Σε αυτό το συνεχή αγώνα δεν υπάρχει κανένας λόγος να εγκαταλειφθεί η λενινιστική έννοια του κόμματος της πρωτοπορίας ή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αντίθετα, το λενινιστικό δημοκρατικό-συγκεντρωτικό κόμμα είναι διπλά αναγκαίο για την επιτυχία της επανάστασης και για το δημοκρατικότερο είδος πολιτικής οργάνωσης.

Η επιλογή του λενινιστικού κόμματος στηρίζεται σε ανάγκες οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται μόνο στη Ρωσία ή μόνο στην ιστορική περίοδο της Ρώσικης Επανάστασης. Αυτές οι ανάγκες προκύπτουν από τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κοινωνίας και του ταξικού αγώνα της εργατικής τάξης, ο οποίος είναι παγκόσμιος και συνεχής: α) Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής τάξης και του κράτους της απαιτεί συγκεντροποίηση και από την πλευρά του αντιπάλου της. β) Η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης απαιτεί τη διεξαγωγή ενός ιδεολογικού αγώνα μέσα στην κοινωνία και στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, έναν αγώνα που μπορεί να διεξαχθεί μόνο από ένα κόμμα που έχει ιδεολογική και πολιτική καθαρότητα. γ) Η ανισομέρεια στα επίπεδα συνείδησης, αυτοπεποίθησης, οργάνωσης και αγώνων μέσα στην εργατική τάξη απαιτεί τη συνένωση των πιο προχωρημένων στοιχείων της τάξης, για να νικήσουν τα αντιδραστικά, απεργοσπαστικά στοιχεία και για να μπορέσουν να αυξήσουν την επιρροή τους πάνω στην ταλαντευόμενη πλειοψηφία της τάξης. δ) Πάνω σε αυτή την ανισομέρεια οφείλεται και η ύπαρξη των μαζικών ρεφορμιστικών (σταλινικών ή εθνικιστικών) κομμάτων, τα οποία καθυστερούν ή και προδίδουν την επανάσταση και πρέπει να καταπολεμηθούν από ένα επαναστατικό κόμμα το οποίο διατηρεί την πολιτική και οργανωτική του αυτοτέλεια. Επιπλέον, αυτά τα θεωρητικά επιχειρήματα, πανίσχυρα από μόνα τους, έχουν επιβεβαιωθεί στην πράξη, θετικά, από το ρόλο του κόμματος των Μπολσεβίκων στη νίκη της Ρώσικης Επανάστασης και, αρνητικά, από τις ήττες στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και αλλού, ακριβώς από την έλλειψη ενός τέτοιου κόμματος.

Όσον αφορά τη δημοκρατία, όλες οι άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης –το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το συνδικάτο, οι «χαλαρές» αναρχικές ή αυτόνομες τοπικές ομάδες, οι θεματικές επιτροπές για καμπάνιες– δέχονται ακριβώς τις ίδιες αντιδημοκρατικές «ολιγαρχικές» πιέσεις από την καπιταλιστική κοινωνία, χωρίς να διαθέτουν τις ίδιες δυνατότητες για να αντισταθούν σ’ αυτές. Δεν υπάρχει άλλη μορφή οργάνωσης, σε σύγκριση με το λενινιστικό κόμμα, που να έχει την ικανότητα να εξοπλίζει τα μέλη της με την αναγκαία πολιτική εκπαίδευση, η οποία τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συνολική πολιτική κατάσταση και τη δουλειά του κόμματός τους. Δεν υπάρχει άλλη μορφή οργανωτικής πρακτικής που να μπορεί να συγκριθεί, στο επίπεδο της παρέμβασης, με μια τέτοια ποικιλία θεμάτων, με καμπάνιες και αγώνες, παράλληλα με την εκπαίδευση των μελών πάνω στις πολιτικές γενικεύσεις, ώστε να μπορούν να ελέγχουν την ηγεσίας τους. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι τοπικές οργανώσεις του SWP έχουν πολλές ελλείψεις, αλλά όποιος θελήσει να συγκρίνει τα θέματα που συζητούνται σε μια τυπική βδομαδιάτικη συνεδρίαση μιας τοπικής οργάνωσης του SWP με αυτές που κατά μέσο όρο κάνει μια τοπική οργάνωση του Εργατικού Κόμματος (αλήθεια οργανώνουν συζητήσεις ακόμη;) θα καταλάβει για ποιο πράγμα μιλάμε. Στην πρώτη, τη μια βδομάδα μπορεί να συζητηθεί η οικονομική κρίση, την επόμενη το Παλαιστινιακό και να ακολουθήσει την άλλη βδομάδα το θέμα του φασισμού και του BNP. Στη δεύτερη, τα θέματα μάλλον θα είναι ένα φιλανθρωπικό παζάρι, τα πεζοδρόμια της περιοχής, ποιος θα διεκδικήσει ποια θέση στις δημοτικές εκλογές.

Επιπλέον, η κομματική πειθαρχία σαν στοιχείο αναπόσπαστο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού –η έννοια της ενότητας στη δράση κατά την εφαρμογή της πολιτικής του κόμματος– σε πλήρη αντίθεση με την αντίληψη ότι υπονομεύει ή παραβιάζει τη δημοκρατία, αποτελεί βασική δημοκρατική πρόνοια. Δεν είναι δυνατό το κόμμα να οργανώνει μια δημοκρατική διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης, μόνο και μόνο για να καταλήξει αυτή η απόφαση στο κενό, αν αγνοηθεί ή παραβιασθεί από την ηγεσία του κόμματος, πράγμα που συνήθως συνέβαινε στο παλιό Εργατικό Κόμμα. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ένα επαναστατικό κόμμα σε κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα όταν διακυβεύεται μια εξέγερση, τότε που οι πολιτικές και ψυχολογικές πιέσεις στην ηγεσία του κόμματος είναι πολύ ισχυρές.[36]

Αν και το ζήτημα του λενινιστικού κόμματος παραμένει επιτακτικό, ωστόσο θα ήταν λάθος να προσδιορίσουμε τον λενινισμό με μια στενή οροθέτηση οργανωτικού μοντέλου ή συνόλου πρακτικών. Ο ίδιος ο Λένιν, στην τελευταία ομιλία του προς την Κομιντέρν το 1922, ενώ επέμενε στη διεθνή σημασία της εμπειρίας των Μπολσεβίκων, προειδοποίησε για τη μηχανιστική απομίμηση της ρωσικής οργανωτικής μεθόδου.[37] Για παράδειγμα, όσον αφορά το ζήτημα των φραξιών υπήρξαν τουλάχιστον δύο διαφορετικές προσεγγίσεις τα τελευταία χρόνια από διακηρυγμένα λενινιστικά κόμματα –από το βρετανικό SWP και τη γαλλική Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR). Και τα δύο κόμματα έχουν δεχθεί τη δήλωση του Τρότσκι, η οποία αναφέρθηκε νωρίτερα, ότι «η δοξασία πως ο μπολσεβικισμός δεν ανέχεται τις φράξιες είναι ένας μύθος της εποχής της παρακμής».

Αλλά ενώ το SWP επιτρέπει μόνο προσωρινές φράξιες στην οργάνωση, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη ριζωμένη τάση στις τροτσκιστικές ομάδες για διασπάσεις, η LCR είχε αντίθετη άποψη και επιδίωξε να διατηρεί την ενότητα, επιτρέποντας μόνιμες φράξιες (τάσεις) να συνυπάρχουν μέσα στο κόμμα. Ανέφερα πάρα πάνω ότι η πολιτική αυτή δεν λειτούργησε καλά για την αδελφή οργάνωση της LCR στη Βρετανία, την IMG, αλλά η LCR, με την πρόσφατη εκλογική επιτυχία της και τη δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA), τα πήγε πολύ καλύτερα. Μια σημαντική αντίρρηση για το μοντέλο τους είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση της ηγεσίας του κόμματος σε κρίσιμες στιγμές που απαιτείται γρήγορη και αποφασιστική δράση. Ωστόσο αυτή είναι μια συζήτηση μεταξύ Λενινιστών, η οποία εξαρτάται από συγκεκριμένες περιστάσεις.

Η τελευταία αυτή προϋπόθεση ισχύει για μεγάλο μέρος αυτής της συζήτησης. Η αρχή της ανάγκης του αγώνα για την υλοποίηση και τη βελτίωση της εσωκομματικής δημοκρατίας στο επαναστατικό κόμμα είναι μόνιμη, αλλά τα σωστά μέσα για την επίτευξή της αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Σε γενικές γραμμές αυτό που χρειάζεται είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Γκράμσι, ζωντανός και όχι γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός: «Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι “συγκεντρωτισμός” στο κίνημα, δηλαδή, είναι μια συνεχής προσαρμογή της οργάνωσης στην πραγματικότητα του κινήματος».[38]

 

Αυτό σημαίνει δουλειά σε κάθε στάδιο της ταξικής πάλης, για τη δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας και ένα σύνολο πολιτικών πρακτικών που διευκολύνουν τη δημοκρατική συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων και αναπτύσσουν την πολιτική γνώση και την αυτοπεποίθηση των μελών.

Αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί και να ξαναλυθεί όχι στα χαρτιά, αλλά στην πράξη – και ποτέ δεν θα επιλυθεί πλήρως μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού. Παρ’ όλα αυτά μια καθαρή αναγνώριση του προβλήματος και η συνειδητοποίηση της δυσκολίας του εγχειρήματος μπορεί να βοηθήσει. Αυτός είναι ο στόχος αυτού του άρθρου.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γκράμσι, 1970, σελ. 143-144.
2. Ένγκελς, 1970, σελ. 195.
3. Ένγκελς, 1970, σελ. 196.
4. Λένιν, 1965α, σελ. 230-231.
5. Τρότσκι, 1936, κεφάλαιο πέντε.
6. Χάλας, 1971.
7. Προφανώς εδώ θεωρώ δεδομένη την ανάλυση για τα σταλινικά κράτη και τη Διεθνή από τους τροτσκιστές και αργότερα τη θεωρία του Τόνι Κλιφ για τον κρατικό καπιταλισμό.
8. Η καλύτερη ανάλυση για το πώς λειτουργούν τέτοια κόμματα έχει γίνει από τον Κλιφ και τον Γκλακστέιν, 1988.
9. Βλέπε Μόλινιου, 1978, σελ. 28.
10. Τρότσκι, 1979, σελ. 77.
11. Λούξεμπουργκ, όπως παρατίθεται από τον Μόλινιου, 1978, σελ. 98-99.
12.  Για την άποψη του Τρότσκι σε αυτή τη διαμάχη, βλέπε: Τροτσκι, 1975. Για την   άποψη του Κάνον, βλέπε: Κάνον, 2001. Οι σχολιαστές που ανήκουν στην  παράδοση αυτού του περιοδικού τείνουν να παίρνουν το μέρος του Τρότσκι και του  Κάνον, αλλά για να κατανοήσουμε και την αντιπολίτευση στο ζήτημα του  «καθεστώτος», βλέπε: Κλιφ, 1993 και Μπάμπερι, 1987.
13. Τρότσκι, 1975.
14.  Χάλας, 1969.
15. Αυτό το επιχείρημα στηρίχθηκε πολύ καλά από τον Ισαάκ Ντόιτσερ: «Όταν ο ευρωπαίος κομμουνιστής πήγαινε να υπερασπιστεί την άποψή του μπροστά σε εργατικό κοινό, συνήθως συναντούσε και έναν σοσιαλδημοκράτη αντίπαλο του οποίου τα επιχειρήματα έπρεπε να αντικρούσει… Συνήθως ήταν ανίκανος να το κάνει, γιατί δεν είχε τη συνήθεια της πολιτικής συζήτησης, η οποία δεν καλλιεργούνταν μέσα στο κόμμα, και γιατί η εκπαίδευσή του του στερούσε τη δυνατότητα να απευθύνεται στους μη πεισμένους». Παρατίθεται στο: Χάλας, 1971, σελ. 21.
16. Μίχελς, 1968, σελ. 15.
17. Χάλας, 1971.
18. Μίχελς, 1968, σελ. 63-65.
19. Μίχελς, 1968, σελ. 81, 93.
20. Μίχελς, 1968, σελ. 107, 117.
21. Μίχελς, 1968, σελ. 126.
22. Μίχελς, 1968, σελ. 238, 277.
23. Μίχελς, 1968, σελ. 205.
24. Μίχελς, 1968, σελ. 327.
25. Μίχελς, 1968, σελ. 107.
26. Μίχελς, 1968, σελ. 111.
27. Μίχελς, 1968, σελ. 205-206.
28. Μπουχάριν, 1925, κεφάλαιο 8. Απ’ όσο γνωρίζω, ο Μπουχάριν είναι ο μόνος μεγάλος μαρξιστής που επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον Μίχελς, αν και υπάρχει και μια σύντομη απάντηση στο: Sidney Hook, 1933, σελ. 312.
29. Μπουχάριν, 1925, κεφάλαιο 8.
30. Χάρμαν, 1971, σελ. 59-61.
31. Λένιν, 1964, κεφάλαιο 2.
32. Λούκατς, 1970, κεφάλαιο 3.
33. Χάρμαν, 1971.
34. Λένιν, 1964, κεφάλαιο 2.
35. Γουίλις, 1977, Bowles and Gintis, 1976.
36. Τρότσκι, 1937, για μια ανάλυση του πώς τέτοιες πιέσεις επηρέαζαν ακόμα και την ηγεσία των Μπολσεβίκων, τον Οκτώβρη του 1917. Το συγκεκριμένο έργο είναι επίσης έμμεσος σχολιασμός για την αποτυχία του γερμανικού κόμματος να αρπάξει την επαναστατική ευκαιρία, το φθινόπωρο του 1923.
37. Λένιν, 1956β, σελ. 430.
38. Γκράμσι, 1970, σελ. 178.

Βιβλιογραφία
Κρις Μπάμπερι, 1987, «Η πολιτική του Τζέιμς Κάνον», «International Socialism» 36 (φθινόπωρο 1987).
Σάμουελ Μπόουλς και Χέρμπερτ Γκίντις, 1976, «Εκπαίδευση στην καπιταλιστική Αμερική» (Routledge).
Νικολάι Μπουχάριν, 1925 (1921), «Ιστορικός υλισμός: Ένα κοινωνιολογικό σύστημα» (International Publishers), http://www.marxists.org/archive/bukharin/works/1921/histmat/.
Τζέιμς Π. Κάνον, 2001 (1940), «Η πάλη για ένα προλεταριακό κόμμα» (Pathfinder)
http://www.marxists.org/archive/cannon/works/1940/party/.
Τόνι Κλιφ, 1993, «Τρότσκι», τόμος τέταρτος – Όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο φωτεινό το αστέρι (Bookmarks).
Αντόνιο Γκράμσι, 1970, «Ο μοντέρνος πρίγκιπας και άλλα κείμενα» (International Publishers).
Ντάνκαν Χάλας, 1969, «Χτίζοντας την ηγεσία», «International Socialism» 40, πρώτο τεύχος (Οκτώβρης-Νοέμβρης 1969), http://www.marxists.org/archive/hallas/works/1969/xx/building.htm.
Ντάνκαν Χάλας, 1971, «Προς ένα Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», από τον Τόνι Κλιφ και άλλους: «Κόμμα και Τάξη» (Pluto), http://www.marxists.org/archive/hallas/works/1971/xx/party.htm.
Sidney Hook, 1933, «Προς την κατανόηση του Καρλ Μαρξ» (John Day).
Βλαντιμίρ Λένιν, 1964 (1920), «Αριστερισμός-Παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμος 31 (Progress), http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1920/lwc/.
Βλαντιμίρ Λένιν, 1965α (1906), «Κομματική πειθαρχία και η πάλη ενάντια στους φιλο-καντέτους Σοσιαλδημοκράτες», Άπαντα, τόμος 11 (progress), http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1906/nov/23d.htm.
Βλαντιμίρ Λένιν, 1965β (1922), «Πέντε χρόνια Ρωσική Επανάσταση», Άπαντα, τόμος 33 (progress) http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1922/nov/04b.htm.
Γκεόργκ Λούκατς, 1970 (1924), «Λένιν: Μια μελέτη πάνω στην ενότητα της σκέψης του» (New Left Books), http://www.marxists.org/archive/lukacs/works/1924/lenin/.
Ρόμπερτ Μίχελς, 1968 (1911), «Πολιτικά Κόμματα» (Free Press). Μια εναλλακτική εκδοχή του βιβλίου είναι διαθέσιμη στο ίντερνετ, http://socserv2.socsci.mcmaster.ca/~econ/ugcm/3ll3/michels/polipart.pdf
Τζον Μόλινιου, 1978, «Μαρξισμός και το κόμμα» (Pluto).
Λέων Τρότσκι, 1936, «Η προδομένη επανάσταση»,
http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/revbet/.
Λέων Τρότσκι, 1937 (1924), «Τα μαθήματα του Οκτώβρη» (Pioneer), http://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/lessons/.
Λέων Τρότσκι, 1975 (1942), «Στην υπεράσπιση του μαρξισμού» (New Park),
http://www.marxists.org/archive/trotsky/idom/dm/.
Λέων Τρότσκι, 1979 (1904), «Τα πολιτικά μας καθήκοντα» (New Park),
http://www.marxists.org/archive/trotsky/1904/tasks/.
Πολ Γουίλις, 1977, «Μαθαίνοντας τους Εργατικούς» (Ashgate).

Για την αναδημοσίευση:

Σχόλια
  1. Ο/Η @νένταχτος κομμουνιστής λέει:

    Κρίμα!

    Πόσες λέξεις για το ΤΙΠΟΤΑ… Αν αυτά είχαν γραφτεί την δεκαετία του 40 θα είχαν ίσως κάποιο νόημα. Σήμερα όμως είναι βαρετά και ξεπερασμένα. Είναι αποκαλυπτική και η βιβλιογραφία που στηρίζεται το άρθρο. Η κριτική στον Σταλινισμό είναι επιφανειακή γιατί και ο Τροτσκισμός είχε την ίδια αντίληψη για το κόμμα και τον θεόσταλτο ρόλο του ως πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι στην πραγματικότητα ταυτόσημο με το ζήτημα των σχέσεων του κόμματος με τις λαϊκές μάζες. Ένα κόμμα που αναπτύσσει εξουσιαστικές σχέσεις με τις λαϊκές μάζες, επειδή τις θεωρεί κατώτερες και καθυστερημένες και αυτό κατέχει την επαναστατική αλήθεια, δεν μπορεί παρά να αναπαράγει και στο εσωτερικό του αυτή την σχέση μεταξύ των απλών μελών του και της πεφωτισμένης ηγεσίας του.

    Επίσης έχει ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας αποφεύγει να κάνει κάνει οποιδήποτε σύγκριση ανάμεσα στην «αστική δημοκρατία» και την «προλεταριακή δημοκρατία», όπως και αναφορά σε προλεταριακούς θεσμούς που ελέγχουν το κόμμα ή βρίσκονται πάνω από αυτό και αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες για αντιδημοκρατικές εκτροπές. Το λενινιστικό σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» που βάζει στην πραγματικότητα φραγμούς στην στην κομματική εξουσία αποτελεί ένα μέτρο εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και κατ επέκταση και του κόμματος δεν έγινε ποτέ αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης από τα σταλινο-τροτσκιστικά κομματικά ιερατεία που για το μόνο που νοιάζονταν ήταν το πως θα ταυτίσουν την δικτατορία του του προλεταριάτου με την δικτατορία του κόμματος… Αυτή ακριβώς η ταύτιση αποτελεί την πιο αντιδημοκρατική πολιτική συγκρότηση της κομμουνιστικής αριστεράς…

  2. Ο/Η vps λέει:

    Συμφωνό απόλυτα μαζί σου σ. ΄@νένταχτε κομμουνιστή και επαυξάνω

  3. Ο/Η Γιάννης Χ. λέει:

    Το κακό είναι ότι ένα πολύ σημαντικό μέρος και της ελληνικής αριστεράς συνεχίζει να λειτουργεί μπολιασμένο με τις ιδέες του Mordieux, είτε στην «σταλινική» εκδοχή τους είτε στην «τροτσκιστική».
    Κατά την γνώμη μου όσο τα ψυχαναγκαστικά ιδεολογήματα περί του ρόλου του «επαναστατικού κόμματος» που ΠΡΕΠΕΙ καθοδηγεί δεν αντικατασταθούν με αρχές όπως ο στόχος της αυτοδιάλυσης μέσα στην κοινωνία ή με αρχές άμεσης παρέμβασης της κοινωνίας στις διεργασίες της χωρίς μεσολαβήσεις, θα συνεχίζουν τα όποια πειράματα, όπως πχ αυτό του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου και να δείχνουν αποθητικά ιδιαίτερα στην νεολαία.
    Το ερώτημα επί της ουσίας βρίσκεται: Η ΔΕΑ,που μπήκε στον κόπο να κάνει την μετάφραση και που αυτή την εποχή ο εκπρόσωπός της είναι και συντονιστής του ΣΥΡΙΖΑ, με τέτοιες ιδέες νομίζει ότι αυτός θα μετασχηματιστεί στην Αριστερά του 21ου αιώνα?

  4. Ο/Η sam λέει:

    Συντροφοι αυτο το κειμενο εχει ενδιαφερον αν και εχθρικο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση στον ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ βαθαίνειhttp://aformi.wordpress.com/2009/12/18/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BD-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9/
    Θιγει σε ενα μερος του το ζητημα της εσωτερικης δημοκρατιας στο ΣΥΡΙΖΑ αλλα το μεγαλυτερο μερος του αφορα την προσωπικη εκτιμηση του Άγγελου Κ.για το που βαδιζει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλα και ο ΣΥΝ με την οποια συμφωνω. Αν σας ενδιαφερει αναδημοσιευστε το, πιστευω οτι ανοιγει την κουβεντα για το τι Αριστερα θελουμε (και με το θελουμε εννοω την Αριστερα που οραματιζεται ο καθενας απο εμας οπου θα μπορουμε να συμφωνουμε και να διαφωνουμε σε πολλα πρακτικα και θεωρητικα ζητηματα.)

  5. Ο/Η σπύρος λέει:

    ενδιαφερον αρθρο που αναδεικνυει το ελλειμα δημοκρατιας στις αριστερες οργανωσεις σημερα. Σκεφτειτε πως τα αστικα κομματα εχουν εκλεγμενη ηγεσια από τη βαση και ο συριζα εχει δοτή γραμματεία!

  6. Ο/Η συμβουλιακός κομμουνιστής λέει:

    Ολο το κείμενο είναι στο τέλος μια απελπισμένη προσπάθεια να δικαιολογηθούν οι ιεραρχικές δομές και το μπολσέβικικο παράδειγμα. Οσο αφορά το τελευταίο ο συγγραφέας είναι εκτός χρόνου γιατί δεν καταλαβαίνει οτι αυτό ηταν ενα παράδειγμα μόνο για τις σκληρές συνθήκες της παρανομίας στην τσαρική έποχή. Δεν αναρωτιέται καθόλου γιατί αυτη η ιεραρχική δομή μετατράπηκε πολύ εύκολα σε μια φαραωινική ολοκληρωτική οργάνωση που κυριάρχησε πάνω απο 70 χρόνια σε ολόκληρους λαούς. Χωρίς να θεωρώ μονόδρομο προς τα γκουλάκ την επανάσταση του 17 επειδή την διεύθυνε ένα κόμμα επαγγελματιών της επανάστασης, πρέπει να δεχτούμε οτι μια πολιτική δομή πρέπει να εκπαιδεύει τα μέλη της στην άμεση δημοκρατία.Ακόμη και αν το αρνούνται οι «κομμουνιστές», ευτυχώς δεν υπάρχουν πια οι αφελείς που θα φτείαξουν την κρίσιμη πειθαρχημένη μάζα. Η άμεση δημοκρατία είναι η μοναδική πολιτική μορφή που δεν παρέχει εγγυήσεις, αλλά μόνο την δυνατότητα για να νικηθεί η γραφειοκρατία και ο μηχανισμός που εργάζεται αυτοτελώς για τον εαυτό του.
    Οσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία του κειμένου εχουμε απίθανες κολοτούμπες. Ο Μπακουνιν οντως διαγράφτηκε απο την διεθνή για τους λόγους που λέει το κείμενο. Ομως το καταστατικό της συμμαχίας ειναι καρμπόν με το καταστατικό των Μπολσεβίκων. Οπως εχουν δείξει άλλοι μελετητές(Αβριτς) αυτό οφείλεται στην συνέχεια της ρώσικης καθυστέρησης.Αρα ο συγγραφέας πρέπει να διαλέξει, αν στα πολιτικά ζητήματα της δημοκρατίας ειναι με τον Μαρξ η τον Λένιν. Απο εκει και πέρα οσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ το σταλινικό μοντέλο συνδυάζεται άριστα με αυτά τα μικροπρονόμια της σοσιαλδημοκρατικής γραφειοκρατίας και γι αυτό ειναι απολύτως σωστή η διαπίστωση οτι ο εχθρός είναι και εντός,. Αλλωστε οποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό είναι τουλάχιστον ανιστόρητος. Τέλος είναι πολύ ρηχή η αντίληψη που συνδέει την εκμετάλευση μόνο με την οικονομική σχέση, το κύρος και η εξουσία, η κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, ειναι σημαντικά «κίνητρα» που παρακινούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, πολύ περισσότερο απο το χρήμα. Μια απο τις χειρότερες τέτοιες περιπτώσεις ήταν ο Τρότσκι. Δεν είναι οτι μονο είναι ο δολοφόνος των ναυτών της Κροστάνδης, αλλά υπήρξε μια απίθανη αυταρχική φυσιογνωμία που περιγράφουν οσοι τον εζησαν, αναμεσά τους και ο δικός μας ο Γιωτόπουλος, ο περίφημος βίτε….

  7. Ο/Η pantazis λέει:

    Σοφά και αναλυτικά
    λόγια των φιλοσόφων
    συχνά δεν πιάνουν χαρτοσιά
    στις ρήσεις των κοινών ανθρώπων

    Πέρα από το κείμενο αυτό,
    όλο αυτό το νταβαντούρι που γίνεται στο ΣΥΡΙΖΑ
    μαζί και με όποιο μικρονταβαντούρι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ
    ούτε μια στιγμή δεν ασχολήθηκε στα σοβαρά
    στο να ζητήσει την γνώμη των πολλών
    και στο να επιχειρήσει να συνευρεθεί και συνργαστεί με τους πολλούς
    στο ίδιο επίπεδο, με αντίστοιχη ΓΛΩΣΣΑ, ΥΦΟΣ και ΦΥΣΙΚΟ ΧΩΡΟ
    αλλά πάντα αφ υψηλού,
    το νταβατούρι κάθε παλιού και νέου αριστερού
    αυτάρεσκα «αναπτύσσεται» και κάθε προτωβουλία αυτονομάζεται ως «κέντρο»

    Αν ρωτήσουμε κάποιον από αυτούς που μας λείπουν
    που χωρίς αυτούς τίποτε δεν θα καταφέρουμε,
    μάλλον θα μας πεί ότι π.χ.
    αν υπάρχει «διάλογος του ΣΥΡΙΖΑ»
    τότε είναι αυτός που υπάρχει στο φόρουμ διαλόγου του ΣΥΡΙΖΑ,
    σύντροφοι,
    και όποιος ενδιαφέρεται για τον ΣΥΡΙΖΑ,
    δεν παραλείπει να μιλεί στο φόρουμ διαλόγου του ΣΥΡΙΖΑ,
    σύντροφοι,
    και πολλά άλλα θα είχαν να μας πουν
    αν ήμασταν διατεθιμένοι να ακούσουμε
    και να ανέβουμε στο δικό τους επίπεδο.

Αφήστε απάντηση στον/στην Γιάννης Χ. Ακύρωση απάντησης